Τελευταίες Ειδήσεις
Αρχική / Slider / Ανάλυση του άρθρου 358 Π.Κ. “Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής”

Ανάλυση του άρθρου 358 Π.Κ. “Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής”

Άρθρο 358 ΠΚ

Παραβίαση υποχρέωσης διατροφής

 

Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

 

  1. Έννοια

Ως παραβίαση της υποχρέωσης προς διατροφή νοείται η παραβίαση της υποχρέωσης προς παροχή της διατροφής, δια της μη εκπληρώσεως αυτής από τον υπόχρεο, με αποτέλεσμα ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις που αφορούν την μη ικανοποίηση βιοτικών αναγκών σε σχέσει προς την οικονομική του θέση και ως εκ τούτου να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια τρίτων προσώπων (οικονομική εγκατάλειψη).

Η υποχρέωση διατροφής υφίσταται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) μεταξύ των μελών της οικογένειας. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής ενδιαφέρει άμεσα το κοινωνικό σύνολο.

 

  1. Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας μέσα στα πλαίσια των οποίων δημιουργούνται για τα μέλη της αμοιβαίες υποχρεώσεις διατροφής (α’ άποψη).

Κατ’ άλλη (β’) άποψη η διάταξη η συγκεκριμένη, προστατεύει τα άτομα, τα οποία κατά το νόμο δικαιούνται διατροφής, έτσι ώστε να μην υποστούν στερήσεις ή να αναγκαστούν να δεχτούν τη βοήθεια άλλων (προστατευόμενο έννομο αγαθό δεν είναι η οικογενειακή σχέση μόνο, αλλά και η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του δικαιούχου, καθώς και άλλα ατομικά αγαθά, όπως είναι η ελευθερία στη γνώση.

Η νομολογία δέχεται ως προστατευόμενο αγαθό το δικαίωμα διατροφής, ώστε να μη περιέλθει ο δικαιούχος σε κατάσταση στέρησης και να δεχθεί τη βοήθεια τρίτων.

 

  1. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος

Το έγκλημα αυτό είναι:

  • διαρκές, διότι η δια της παραλείψεως καταβολή της οφειλόμενης διατροφής τέλεση αυτού, συνεχίζεται εφ’ όσον χρόνο διαρκεί η εκ της εγκληματικής αυτής συμπεριφοράς προσβολή του εννόμως προστατευόμενου συμφέροντος του δικαιούχου,
  • συγκεκριμένης διακινδύνευσης, διότι απαιτείται όπως διαπιστωθεί ότι δύναται να δημιουργηθεί κατάσταση κινδύνου,
  • γνήσιας παράλειψης, διότι ο υπόχρεος παραβιάζει την υποχρέωση προς παροχή της διατροφής δια της μη εκπληρώσεως αυτής, ήτοι παραλείπει την καταβολή της ορισθείσης διατροφής,
  • ιδιαίτερο (γνήσιο), διότι φυσικός (άμεσος) αυτουργός δύναται να είναι μόνο εκείνος που έχει υποχρέωση διατροφής. Πάντως, υπαίτιος δύναται να είναι και γυναίκα. Ο μη υπόχρεος,  μόνο ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός δύναται να τιμωρηθεί,
  • ουσιαστικό (αποτελέσματος), διότι η αντικειμενική του υπόσταση δεν εξαντλείται σε μόνη τη συμπεριφορά του δράστη, αλλά περιλαμβάνει και ορισμένο αποτέλεσμα,
  • απλό, διότι η αντικειμενική του υπόσταση περιλαμβάνει μία πράξη, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή πραγματώνεται,
  • απλότροπο, διότι η αντικειμενική του υπόσταση δεν περιγράφει καθόλου τρόπο τέλεσης ή περιγράφει ένα γενικό τρόπο στον οποίο θα μπορούσαν να υπαχθούν ποικίλες ειδικότερες σημαντικές κινήσεις.

 

  1. Σκοπός της σχετικής διάταξης

Είναι η συμβολή της στην προστασία του οικογενειακού θεσμού στον οποίο πρέπει να στηρίζεται μία ευνομούμενη πολιτεία, ως προς την άνετη διαμονή, ανατροφή, περίθαλψη, εποπτεία, αγωγή και επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων με την βοήθεια και της οικογένειας.

 

  1. ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ (ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ (αρ. 14 § 1 ΠΚ σε συν. με αρ. 7 § 1 Σ)

Η ειδική υπόσταση απαρτίζεται από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Α. Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (εξωτερική πλευρά του εγκλήματος)

α) Δράστης του εγκλήματος

Εφόσον το έγκλημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο, δράστης αυτού μπορεί να είναι μόνο το πρόσωπο που έχει την τυποποιημένη στο νόμο ιδιότητα του υπόχρεου σε διατροφή. Ως διατροφή νοείται η παροχή (χρηματική διατροφή σε χρήμα) ή άλλη (διατροφή  σε είδος) που δίνονται από κάποιον (υπόχρεο διατροφής) σε άλλον (δικαιούχο διατροφής) για να αντιμετωπίσει τις δικές του ανάγκες.

Η διατροφή περιλαμβάνει κατ’ αρχήν (εφόσον δεν περιορίζεται για κάποιο νόμιμο λόγο) όχι μόνο όσα είναι απαραίτητα για τη φυσική συντήρηση, αλλά και όσα απαιτούνται για την ανατροφή, εκπαίδευση, κοινωνική παράσταση και ψυχαγωγία (τροφή, ενδυμασία, σίτιση, νοσηλεία, ανάρρωση, αναψυχή, ταξίδια, εκπαίδευση).

Η διατροφή είναι κατ’ αρχήν περιοδική παροχή. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου προβλέπεται εφάπαξ παροχή της διατροφής, εφόσον συμφωνούν σ’ αυτό οι πρώην σύζυγοι εγγράφως ή με απόφαση του δικαστηρίου, αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι (αρ. 1443 εδ. γ’ ΑΚ).

Η διατροφή η οποία προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε φορά, μπορεί να αποκλεισθεί ή να περιοριστεί, αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος έχει μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου ή προκάλεσε εκούσια την απορία του (αρ. 1444 εδ. α’ ΑΚ).

Το δικαίωμα της διατροφής παύει, αν ο δικαιούχος ξαναπαντρευτεί ή αν συζεί μόνιμα με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση. Το δικαίωμα διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υπόχρεου, παύει όμως με το θάνατο του δικαιούχου, εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά τον χρόνο του θανάτου (αρ 1444 εδ. β’ ΑΚ). Ποιοι έχουν υποχρέωση για διατροφή, το ορίζει ο Αστικός Κώδικας στα αρ. 1390, 1391, 1392. Από τις σχετικές ρυθμίσεις του νόμου προκύπτει ότι αμοιβαία υποχρέωση διατροφής έχουν κατ’ αρχάς οι σύζυγοι μεταξύ τους (αρ. 1390 ΑΚ), οι γονείς απέναντι στα τέκνα, τα τέκνα απέναντι στους γονείς (αρ. 1485 ΑΚ). Η υποχρέωση πρέπει να αφορά διατροφή, όχι άλλες συναφείς υποχρεώσεις, όπως είναι η ανατροφή.

β) Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος

Υλικό αντικείμενο που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό είναι ο δικαιούχος της διατροφής. Αν οι δικαιούχοι είναι περισσότεροι παθόντες είναι όλοι με αποτέλεσμα να υφίσταται συρροή  κατά το αρ. 94 ΠΚ.

γ) Η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)

Η πράξη αυτή εκδηλώνεται με τη μορφή της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή που την έχει επιβάλει ο νόμος και την έχει αναγνωρίσει έστω και προσωρινά το Δικαστήριο. Απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του υποχρέου προς διατροφή (παραβίαση σημαίνει παράλειψη εκπλήρωσης). Το στοιχείο αυτό συντρέχει όταν ο υπόχρεος είτε δεν καταβάλλει καθόλου τη διατροφή που οφείλει είτε καταβάλλει μέρος μόνο της οφειλόμενης διατροφής.

γ1) Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της πράξης προσβολής

Για τη στοιχειοθέτηση της πράξης προσβολής πρέπει:

  • Να υπάρχει υποχρέωση διατροφής από το νόμο και μάλιστα η υποχρέωση αυτή να πηγάζει μόνο από το γάμο και την οικογένεια. Η διατροφή θα πρέπει να πηγάζει απευθείας από κάποια διάταξη νόμου και δεν πρέπει απλά να στηρίζεται σε κάποιο νόμο που αποτελεί τη βάση για διεκδίκηση διατροφής. Έτσι, δεν είναι αξιόποινη η παραβίαση της υποχρέωσης, όταν η υποχρέωση αυτή πηγάζει από άλλη αιτία, όπως σύμβαση, διαθήκη, αδικοπραξία ή από ιδιωτική συμφωνία (ιδιωτικό συμφωνητικό). Στις περιπτώσεις αυτές λείπει ο «εσώτερος ηθικός λόγος» της υποχρέωσης που προσδίδει στην παραβίαση την βαρύτητα εκείνη η οποία δικαιολογεί κατά τον νομοθέτη την αναγωγή της σε ποινικό αδίκημα.
  • Μόνη όμως η επιβεβλημένη από το νόμο υποχρέωση η οποία θα πρέπει να καθιερώνεται ευθέως και αμέσως, δεν αρκεί. Πρέπει επιπλέον την υποχρέωση αυτή του δράστη να την έχει αναγνωρίσει έστω και με προσωρινή απόφασή του το Δικαστήριο, δηλαδή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Η υποχρέωση προς διατροφή η οποία αναγνωρίστηκε με απόφαση που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καθίσταται ανενεργής, αν η δικαιούχος παραλείψει εγκαίρως να ασκήσει το ένδικο βοήθημα της αγωγής στον προβλεπόμενο χρόνο που επιτάσσει το αρ. 693 ΚΠολΔικ – όχι μικρότερο των 30 ημερών (κατάθεση του πρωτοτύπου δικογράφου της αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου απευθύνεται και την επίδοση προς τον εναγόμενο κυρωμένου αντιγράφου της αγωγής που κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου). Η υποχρέωση όμως υφίσταται κατά το χρόνο ισχύος της απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στη συνέχεια, ο δικαιούχος με άσκηση κύριας αγωγής εντός εξήντα (60) ημερών (αρ. 729 § 5 ΚΠολΔικ) θα ζητήσει τον καθορισμό οριστικής διατροφής. Επομένως, απαιτείται σωρευτικώς να υπάρχει:
  • διάταξη νόμου που να επιβάλλει την διατροφή στον υπαίτιο και
  • δικαστική αναγνώριση της υποχρέωσης προς διατροφή. Δεν αρκεί ότι ο υπόχρεος εκ του νόμου, όπως ο σύζυγος, βαρύνεται με τη διατροφή της αναιτίου διαζεύξεως συζύγου, αλλά θα πρέπει η υποχρέωση αυτή να έχει αναγνωριστεί και προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας.

Το επιπλέον αυτό στοιχείο τέθηκε για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν για να μην ανάγονται οικογενειακές διαφορές στο σύνολό τους σε ποινικά αδικήματα και να βρίσκεται υποχρεωμένο το ποινικό δικαστήριο να ερευνά κάθε φορά τα όρια παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής. Ο δεύτερος λόγος ήταν για να προσδιοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της αξιόποινης παράλειψης, ώστε να γνωρίζει ο υπόχρεος της διατροφής ποιο ακριβώς ποσό αν δεν καταβάλλει τελεί ποινικό αδίκημα, για να υπάρχει δηλαδή ασφάλεια δικαίου όπως απαιτεί το αρ. 7 § 1 Σ. Η δικαστική απόφαση συνεπώς, εξειδικεύει και προσδιορίζει το περιεχόμενο της αξιόποινης συμπεριφοράς και για το λόγο αυτό αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, αναγκαίο για τη θεμελίωση του αδίκου.

Η τέλεση του εγκλήματος αυτού με μόνη την ανάληψη της υποχρέωσης διατροφής με ιδιωτικό συμφωνητικό δεν προκύπτει, αλλά οι όροι του θα αποτελέσουν τον οδηγό για το δικαστήριο, προκειμένου αυτό να καθορίσει το ύψος της διατροφής που θα επιδικασθεί. Βασική προϋπόθεση της παροχής διατροφής είναι εκτός της νομικής υποχρέωσης και η απορία του δικαιούχου, καθώς και η δυνατότητα χορήγησης διατροφής εκ μέρους του υποχρέου. Το πολιτικό δικαστήριο το οποίο θα ερευνήσει τις προϋποθέσεις, θα αποφανθεί αφού προηγουμένως σταθμίσει δεόντως την οικονομική κατάσταση αμφοτέρων των διαδίκων μερών. Η επιδίκαση συνεπώς ορισμένου χρηματικού ποσού διατροφής στη δικαιούχο σύζυγο εκ μέρους του δικαστηρίου γίνεται πάντοτε εφόσον σταθμιστεί η οικονομική της κατάσταση.

  • Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που αναγνωρίζει την υποχρέωση διατροφής θα πρέπει να είναι εκτελεστή και ισχυρή και αποτελεί δεδικασμένο για τον ποινικό δικαστή.

Η απόφαση κάθε ελληνικού δικαστηρίου αποτελεί τίτλο εκτελεστό εφόσον είναι τελεσίδικη ή τουλάχιστον προσωρινώς εκτελεστή (αρ. 904 § 2 α’ ΚΠολΔικ). Εκτελεστός τίτλος είναι έγγραφο το οποίο ενσαρκώνει αξίωση δυνάμενη να ικανοποιηθεί με αναγκαστική εκτέλεση. Εκτελεστό τίτλο αποτελεί η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση και όχι η τυχόν απόφαση του Εφετείου που επικυρώνει αυτήν. Εάν η πρωτόδικη απόφαση εξαφανιστεί από το Εφετείο, δεν δύναται πλέον να στηρίξει αναγκαστική εκτέλεση. Τελεσίδικη είναι η οριστική δικαστική απόφαση  που δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης, ενώ προσωρινώς εκτελεστή είναι η καταψηφιστική οριστική απόφαση η οποία επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση και προ της τελεσιδικίας της. Ο όρος «προσωρινή εκτέλεση» δεν σημαίνει ότι η εκτέλεση είναι στην ουσία προσωρινή. Η προσωρινή εκτέλεση είναι ακριβώς της αυτής φύσεως με την επισπευδομένη εκτέλεση δυνάμει τελεσίδικης απόφασης.

Από την έκδοση της δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει και προσδιορίζει τη διατροφή, μέχρι της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου εκδίκαση της κατηγορίας, αν και δεν μεσολάβησαν γεγονότα τα οποία να μεταβάλλουν ή να κλονίζουν την οικονομική κατάσταση του υποχρέου, αυτός έχει παραβιάσει την υποχρέωσή του.

Το ποινικό δικαστήριο που θα επιληφθεί της κατηγορίας, ερευνά το κύρος της αποφάσεως του αστικού δικαστού, σύμφωνα με το αρ. 60 ΚΠΔ, αφού αυτή αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος ως προς την αναγνώριση της υποχρέωσης.

Αν η υποχρέωση προς διατροφή δεν αναγνωρίστηκε με απόφαση ή αν η απόφαση κατέστη μεταγενεστέρως ανίσχυρη, δεν υφίσταται παράβαση του αρ. 358 ΠΚ. Επομένως, το επιλαμβανόμενο της κατηγορίας ποινικό δικαστήριο υποχρεούται παρεμπιπτόντως να ερευνήσει το κύρος της απόφασης, διότι η αναγνώριση της υποχρέωσης με απόφαση αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος.

Ο ποινικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει και την ορθότητα της δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει την υποχρέωση διατροφής. Σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που αναγνωρίζει την υποχρέωση διατροφής χάσει την ισχύ της όπως λόγω μη εμπρόθεσμης επίδοσης, η πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη, οπότε για τον λόγο αυτό απαιτείται να μνημονεύεται στην καταδικαστική απόφαση ο χρόνος επίδοσης της απόφασης που αναγνωρίζει την παραπάνω υποχρέωση (τα αποτελέσματα της απόφασης με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση για διατροφή, αρχίζουν, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, από τον χρόνο επίδοσής της στον υπόχρεο). Υποστηρίζεται όμως ότι απαιτείται η απόδειξη ότι ο υπαίτιος γνωρίζει τη δικαστική απόφαση, έστω και αν δεν έχει γίνει η επίδοσή της.

Το συγκεκριμένο έγκλημα δεν στοιχειοθετείται σε περίπτωση παραβίασης απόφασης, που γνωστοποίησε στον υπόχρεο μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος, για το οποίο αναγνωρίστηκε η υποχρέωση.

Επίσης, επειδή η έκδοση δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει την υποχρέωση διατροφής αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, το έγκλημα της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής δεν τελείται πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής.

Ούτε άλλωστε η έκδοση της απόφασης μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει αναδρομικά το άδικο, όταν αναγνωρίζεται σ’ αυτήν η υποχρέωση χορήγησης διατροφής για το χρονικό διάστημα πριν από την έκδοσή της, καθώς είναι γνωστό ότι στο ποινικό δίκαιο απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή μιας ποινικής διάταξης (αρ. 7 § 1 Σ σε συνδ. με αρ. 1 ΠΚ).

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι στερήσεις θα πρέπει να προκαλούνται μετά την έκδοση της απόφασης και στο μέτρο που η διατροφή καταβάλλεται σε μηνιαία βάση πρέπει να συναρτώνται με την μη καταβολή της μηνιαίας αυτής οφειλής.

Αν μετά την έκδοσή της, η δικαστική απόφαση παύει να ισχύει, όπως συμβαίνει όταν στην ίδια απόφαση ορίζεται ότι ισχύει μέχρι ενός χρονικού σημείου και δεν εκδοθεί νέα απόφαση, αλλά οι εμπλεκόμενοι κανονίζουν τα θέματα της διατροφής συναινετικά, η αθέτηση της υποχρέωσης προς διατροφή δεν πραγματώνει πλέον την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Δικαστική απόφαση όμως δεν αποτελεί ο δικαστικός συμβιβασμός, διότι δεν είναι αποτέλεσμα δικαιοδοτικού έργου, αλλά επικύρωση συμφωνίας διαδίκων, είναι δηλαδή έργο των διαδίκων την οποία απλώς επικυρώνει ο δικαστής (το δικαστήριο επέχει μόνον θέση μάρτυρα που περιορίζεται στην πιστοποίηση όσων έγιναν).

Τέλος, η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την υποχρέωση διατροφής μπορεί να έχει εκδοθεί είτε από ημεδαπό, είτε από αλλοδαπό δικαστήριο. Εάν όμως προέρχεται από αλλοδαπό δικαστήριο, η απόφαση θα πρέπει να έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, σύμφωνα με το αρ. 905 σε συνδ. μας αρ. 323 § 1, 2 ΚΠολΔ.

δ) Το αποτέλεσμα της πράξης

Τυποποιημένο αποτέλεσμα της πράξης στο αρ. 358 ΠΚ αποτελεί η περιέλευση του δικαιούχου της διατροφής σε στερήσεις ή δημιουργία κατάστασης που τον ανάγκασε να δεχθεί την βοήθεια άλλου. Κατά κανόνα η παράλειψη καταβολής του επιδικασθέντος ποσού διατροφής συνεπάγεται στερήσεις δια τον δικαιούχο διατροφής.

Ως «στέρηση» νοείται η μη ικανοποίηση βιοτικών αναγκών του δικαιούχου σε σχέση προς την κοινωνική του θέση που μπορούν να χαρακτηριστούν βασικές γι’ αυτόν, σύμφωνα με τον αναγνωρισμένο στην απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου τρόπο της ζωής του (η στέρηση κρίνεται υποκειμενικώς και περιλαμβάνει τα ζητήματα τροφής, στέγης, μόρφωσης, ψυχαγωγίας, όπως αναγνωρίστηκαν με την απόφαση).

Κατά την ορθή άποψη, η έννοια «ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις» δεν ταυτίζεται με την έννοια της απορίας και της κατάστασης «αβοήθητου». Είναι έννοια ευρύτερη της απορίας περιλαμβάνουσα γενικώς την κάλυψη αναγκών, έστω και όχι πρώτης κατηγορίας, όπως τα έξοδα εκπαίδευσης του τέκνου ή αντιμετώπισης του δικαστικώς γενομένου παραδεκτού τρόπου ζωής της δικαιούχου συζύγου. Εκ του λόγου αυτού δικαιολογείται και η χρησιμοποίηση της διατύπωσης «ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις» αντί «ο δικαιούχος να περιέλθει σε απορία».

Ως «βοήθεια άλλων» νοείται η υλική βοήθεια άλλων, η χρηματική και η δυνάμενη να αποτιμηθεί χρηματικώς η παρεχόμενη από τρίτους, χωρίς κάποια νομική υποχρέωση, προς τον δικαιούχο της διατροφής, για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του που θεωρούνται ως βασικές, κατά του δικαστικώς αναγνωρισμένο τρόπο ζωής του και όχι για άλλους λόγους. Η βοήθεια άλλων αποτελεί κάθε οικονομική υποστήριξη που δίνεται στον δικαιούχο, είτε από πρόσωπα που δεν έχουν απολύτως καμία υποχρέωση διατροφής, όπως είναι οι γείτονες, οι γνωστοί, οι φίλοι, οι μακρινοί συγγενείς, είτε πρόσωπα που έχουν υποχρέωση διατροφής, η υποχρέωσή τους όμως έρχεται μετά την υποχρέωση του δράστη (όταν αδιαφορεί ο σύζυγος, η καταβολή γίνεται από τους γονείς του δικαιούχου, όταν αδιαφορεί ο πατέρας η καταβολή γίνεται από τους παππούδες των δικαιούχων παιδιών, όταν αδιαφορεί ο θετός γονέας η καταβολή γίνεται από τον φυσικό πατέρα, όταν αδιαφορεί ο υπόχρεος η καταβολή γίνεται από την κρατική κοινωνική πρόνοια και ιδρύματα).

Ο όρος «βοήθεια άλλων» κρίνεται αντικειμενικώς, ενόψει δηλαδή των βιοτικών αναγκών οι οποίες θεωρούνται βασικές για κάθε άνθρωπο σε ορισμένη κοινωνία. Είναι αδιάφορο αν η βοήθεια άλλων υπήρξε αυθόρμητη. Ειδικός καθορισμός των προσώπων τα οποία βοήθησαν, δεν απαιτείται. Οι δύο (2) περιπτώσεις (στέρηση, βοήθεια άλλων), αναφέρονται διαζευκτικώς, αρκεί όμως η μία εκ τούτων. Προφανώς η δεύτερη είναι συμπλήρωμα  της πρώτης. Οι δύο αυτές περιπτώσεις δύναται όμως να συνυπάρξουν, όταν η βοήθεια είναι ενδεχόμενο να μη καλύπτει όλες και κατά τον αρμόζοντα τρόπο τις ανάγκες του δικαιούχου της διατροφής, με αποτέλεσμα να υφίσταται στέρηση, αλλά και να δέχεται την βοήθεια άλλων.

Ο όρος «στέρηση» είναι ευρύτερος από τον όρο «βοήθεια άλλων», οπότε από την άποψη αυτή σε στερήσεις περιέρχεται ο δικαιούχος, όχι μόνον όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες όλων των ανθρώπων, αλλά και όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες που ξεπερνούν μεν τις βασικές ανάγκες των άλλων, είναι όμως σύμφωνες με τον δικαστικώς αναγνωρισμένο τρόπο ζωής του δικαιούχου. Δεν απαιτείται όπως το παθόν πρόσωπο είναι άπορο και ανίκανο προς εργασία.

Είναι δυνατόν, το παθόν πρόσωπο εκ του εγκλήματος του αρ. 358 ΠΚ, περιερχόμενο σε στερήσεις να αναγκάστηκε να δεχτεί την βοήθεια άλλων. Επίσης, να μη περιήλθε σε στερήσεις, διότι αναγκαστικώς δέχθηκε τη βοήθεια άλλων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία η σύζυγος, συνεπεία της μη καταβολής του επιδικασθέντος ποσού διατροφής, προς κάλυψη των αναγκών της, συντηρείται από τον πατέρα της και έτσι δεν περιέρχεται σε στερήσεις. Δεν αναιρείται όμως κατά την σαφή έννοια της διάταξης η ποινική ευθύνη του υπαιτίου για παράβαση της υποχρέωσης προς διατροφή.

Η περιαγωγή του δικαιούχου της διατροφής σε στερήσεις ή εξαιτίας της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, έχει αναγκαστεί να δεχθεί την βοήθεια των άλλων, αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και συνεπώς βρίσκεται έξω από την αντικειμενική υπόσταση, χωρίς να χρειάζεται για τον λόγο αυτό υποκειμενική επικάλυψη. Την προϋπόθεση αυτή θεωρεί ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και η νομολογία (ΑΠ 1536/2007 ΠοινΧρον 2008 σελ. 442). Κατ’ άλλη όμως άποψη, η οποία χρειάζεται να επισημανθεί και αυτή, η συγκεκριμένη αυτή προϋπόθεση εντάσσεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και του προσδίδει το χαρακτήρα του ουσιαστικού εγκλήματος.

ε) Πραγματική δυνατότητα του υπόχρεου προς εκπλήρωση της υποχρέωσής του

Η δυνατότητα του υπόχρεου αποτελεί άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, διότι πρέπει να διαπιστώνεται αν ο δράστης μπορούσε να καταβάλει την διατροφή και μάλιστα από ποια περιστατικά συνάγεται το συμπέρασμα αυτό, χωρίς να αρκεί η απλή επαγγελματική ιδιότητα του υπόχρεου.

στ) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη προσβολής και στο αποτέλεσμα

Ανάμεσα στην παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή και στις στερήσεις ή στη δημιουργία κατάστασης που ανάγκασε τον δικαιούχο να δεχθεί την βοήθεια άλλων, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ή άλλως αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, δηλαδή σχέση αιτίου προς αιτιατό, όπως ακριβώς την προσδιορίζει η κρατούσα στη επιστήμη και στη νομολογία θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.

Η γενεσιουργός αιτία που περιήλθε ο δικαιούχος σε στερήσεις ή σε κατάσταση που ανάγκασε αυτόν να δεχθεί τη βοήθεια άλλων, θα πρέπει να ήταν η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή εκ μέρους του υπόχρεου. Επομένως, αν ο υπόχρεος παραβίασε την υποχρέωσή του για διατροφή, αλλά ο δικαιούχος δεν περιήλθε γι’ αυτόν τον λόγο σε στερήσεις και απορία, τότε δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ.

Έτσι, αν παραβιάστηκε μεν η υποχρέωση προς διατροφή, αλλά η περιαγωγή σε στερήσεις ή σε κατάσταση ανάγκης βοήθειας οφείλεται σε πταίσμα του δικαιούχου της διατροφής, χωρίς το οποίο αυτός δεν θα περιερχόταν στις ως άνω καταστάσεις, τότε η διάταξη του αρ. 358 ΠΚ δεν δύναται να εφαρμοστεί.

 

Β. Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (εσωτερική πλευρά του εγκλήματος)

Το αρ. 358 ΠΚ δεν αναφέρει ρητά το είδος της υπαιτιότητας που απαιτείται για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης. Από το συνδυασμό των αρ. 18 ΠΚ και 26 ΠΚ όμως, συνάγεται ότι για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος, αρκεί δόλος κάθε βαθμού, ακόμη και ενδεχόμενος (απολύτως κρατούσα άποψη), ο οποίος θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (αρχή της επικάλυψης).

Ειδικότερα, ο δόλος του υπόχρεου θα πρέπει να περιλαμβάνει τη γνώση ότι υφίσταται υποχρέωση προς διατροφή αναγνωρισμένη δικαστικώς και τη θέληση παραβίασης της υποχρέωσης, ως και την γνώση ότι ο δικαιούχος της διατροφής θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκαστεί να ζητήσει τη βοήθεια άλλων.

Απαιτείται όπως ο εκ του νόμου υπόχρεος προς διατροφή σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί σχετική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που αναγνωρίζει την υποχρέωσή του αυτή, πέραν της γνώσης του περί της υποχρέωσής του και της δικαστικής απόφασης που συνοδεύει αυτήν και η βούληση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής.

Περιεχόμενο του δόλου είναι η γνώση, τόσο της ύπαρξης υποχρέωσης διατροφής, όσο και της ύπαρξης εκτελεστής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου με την οποία επιδικάζεται η διατροφή και το ύψος της διατροφής αυτής.

Επιπροσθέτως όμως, στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος ανήκει η κακοβουλία που ζητάει ο νόμος για την τιμωρία του δράστη. Η κακοβουλία μη προσδιοριζόμενη ειδικώς, είναι αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας ελέγχεται αναιρετικώς. Αποτελεί πρόσθετο και μάλιστα αξιολογικό στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης.

Κακόβουλη είναι η παράλειψη όταν γίνεται από κακεντρέχεια και κακή θέληση ή από λόγους εκδίκησης και όχι απλώς από λησμοσύνη, οικονομική αδυναμία ή άλλο λόγο, ανεξάρτητο της θελήσεως του υπόχρεου. Η παράλειψη δύναται να τελεστεί με οποιονδήποτε τρόπο ακόμη και δια της περιαγωγής του υποχρέου σε οικονομική αδυναμία να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, όπως δια της εγκαταλείψεως της εργασίας του, εφόσον βεβαίως συντρέχει και η κακοβουλία.

Ο υπόχρεος έχει κακή θέληση και ο σκοπός του είναι να αντιστρατεύεται την υποχρέωσή του προς διατροφή. Κακοβουλία υπάρχει όταν ο δράστης ωθείται στην πράξη – παράλειψη από ταπεινά κίνητρα τα οποία διαμορφώνουν ευθέως την βούλησή του προς αθέτηση της υποχρέωσής του προς διατροφή.

Στον όρο «κακοβουλία» περιλαμβάνεται κάθε περίπτωση επί της οποίας ο δυνάμενος να παράσχει τα μέσα προς συντήρηση εκείνων για τους οποίους υπέχει νομική υποχρέωση, αρνείται να πράξει τούτο.

Για να συντρέχει η κακόβουλη παραβίαση θα πρέπει ο υπόχρεος α είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τη διατροφή η οποία κρίνεται σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και επαγγελματική δραστηριότητά του.

Επομένως, δεν υπάρχει κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή στις περιπτώσεις εκείνες που η μη καταβολή της διατροφής οφείλεται σε οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη αδυναμία του δράστη όπως είναι η ασθένεια, η ανεργία η πτώχευση, η κακή πορεία των εμπορικών του υποθέσεων.

Ο υπόχρεος βρίσκεται σε αδυναμία όταν στερείται σχεδόν παντελώς οικονομικών μέσων, αλλά και όταν αυτός έχει μεν εισοδήματα, η εκπλήρωση όμως της προς διατροφή υποχρέωσης, θα δημιουργήσει σ’ αυτόν αδυναμία να συντηρήσει τον εαυτό του και την τυχόν υπάρχουσα οικογένειά του σε επίπεδο ανεκτού τρόπου ζωής κρινόμενου in concreto βάσει των κοινωνικών αυτού συνθηκών.

Αν όμως ο υπόχρεος προς διατροφή δύναται να καταβάλει μέρος έστω της διατροφής και δεν το πράττει, τότε διαπράττει παραβίαση της υποχρέωσης προς διατροφή. Δεν αποτελεί κακοβουλία η εξ ασθενείας, ανεργίας ή λόγω κινδύνων της ίδιας αυτού διατροφής παράλειψη της εκπλήρωσης της υποχρέωσης.

Αδυναμία επίσης θεωρείται όταν ο υπόχρεος δεν είναι σε θέση να παράσχει την διατροφή χωρίς να διακινδυνεύσει η ιδία αυτού διατροφή (αρ. 1487 ΑΚ). Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει, όταν πρόκειται για τη διατροφή ανηλίκου τέκνου από τον γονέα του, εκτός αν αυτό μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου ή αν μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του.

Ο όρος «κακοβουλία» δεν δικαιολογεί προβολή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχυρισμού οικονομικής αδυναμίας, μη οφειλόμενης όμως σε έκτακτα και απρόσμενα περιστατικά. Ο νόμος περιέχει ευχέρεια στον υπόχρεο όπως επιδιώξει δικαστικώς την μείωση ή και την ολοσχερή απαλλαγή του καταβολής της επιδικασθείσης διατροφής αποδεικνύων έκτακτα περιστατικά όπως βαριά νόσος, ατύχημα έκτακτο οικονομικό, απόλυση από την εργασία του, διάλυση της επιχείρησής του (αρ. 1494 ΑΚ) Αρκεί βεβαίως ότι τα έκτακτα αυτά περιστατικά να μην οφείλονται στην υπαιτιότητα του υποχρέου. Ο υπόχρεος γνωρίζει την νόμιμο και δικαστικώς αναγνωρισθείσα υποχρέωσή του, είναι σε θέση εκπλήρωσής του και εν τούτοις αρνείται (κακοβουλία). Ο μοναδικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου είναι η ένσταση του Μενίππου (ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος – από εκείνον που δεν έχει, δεν μπορείς να πάρεις τίποτα), επαρκώς όμως αιτιολογημένη και αποδεικνυομένη.

Ο ισχυρισμός μη καταβολής λόγω συμψηφισμού από έτερη απαίτηση του υπαιτίου – υποχρέου είναι αβάσιμη, διότι η απαίτηση για καταβολή διατροφής δεν μπορεί να συμψηφιστεί.

Δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης εκ του νόμου προς διατροφή, όταν η αδυναμία προέρχεται από οκνηρία ή από συνήθη μέθη. Σε περίπτωση κατά την οποία η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή δεν γίνεται κακόβουλα, η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του αρ. 358 ΠΚ δεν πληρούται ακόμη και αν ο δράστης είχε δόλο για την παραβίαση της υποχρέωσης της διατροφής, δηλαδή ακόμη και αν γνωρίζει και θέλει να μην καταβάλει τη διατροφή, την οποία είχε υποχρέωση να καταβάλει.

Η αθέτηση της υποχρέωσης διατροφής άνευ δόλου καθίσταται αξιόποινη, αν ο υπόχρεος πληροφορήθηκε μεταγενέστερα την περιαγωγή του δικαιούχου σε κατάσταση στερήσεων ή ανάγκης βοήθειας και δεν έσπευσε να την άρει, αν και μπορούσε να καταβάλει τη διατροφή αλλά συνέχισε κακοβούλως να παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής.

Η έννοια της κακοβουλίας ελέγχεται αναιρετικά και χρειάζεται ειδική αιτιολογία ως προς την συνδρομή της. Επομένως, πρέπει να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση τα περιστατικά από τα οποία συνάγεται η οικονομική δυνατότητα του υπαιτίου να καταβάλλει τα οφειλόμενα από αυτό χρήματα, καθώς και η κακεντρεχής άρνηση καταβολής τους.

 

  1. Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα αυτού

Το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ είναι τετελεσμένο από τη στιγμή που ο δικαιούχος της διατροφής θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκαστεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων. Άλλα στοιχεία όπως ο δικαιούχος ζητήσει νομίμως την εκπλήρωση της υποχρέωσης του υπόχρεου προς διατροφή δεν απαιτούνται. Απόπειρα δεν χωρεί διότι πρόκειται για έγκλημα γνήσιας παράλειψης.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με την πραγματική πλάνη (αρ. 30 ΠΚ) και τη νομική πλάνη (αρ. 31 ΠΚ).

Η πλάνη ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις της υποχρέωσης και για το έγκυρο ή της ισχύος της απόφασης είναι πραγματική (αρ. 30 ΠΚ). Η πλάνη όμως ως προς την υποχρέωση καθ’ εαυτή είναι νομική (αρ. 31 ΠΚ).

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με το αρ. 16 ΠΚ (τόπο τέλεσης του εγκλήματος)

Τόπος τέλεσης του εγκλήματος είναι ο τόπος όπου ο υπόχρεος όφειλε το βραδύτερο να επιχειρήσει την παραληφθείσα πράξη, δηλαδή ο τόπος στον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το οποίο ο δικαιούχος σε διατροφή περιέστη σε στερήσεις ή αναγκάστηκε να δεχθεί την βοήθεια άλλων, ή ο τόπος στον οποίο κατοικεί ή διαμένει ο δικαιούχος.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με το αρ. 17 ΠΚ (χρόνο τέλεσης του εγκλήματος)

Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος του αρ. 358 ΠΚ είναι το χρονικό διάστημα από της παραλείψεως της οφειλόμενης ενέργειας, ήτοι της καταβολής της επιδικασθείσης διατροφής συνεπεία της οποίας δημιουργείται και τη βουλήσει του δράστη διατηρείται η παράνομη κατάσταση, μέχρι λήξεως της καταστάσεως αυτής, οπότε παύει η πραγμάτωση του εγκλήματος.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με το αρ. 242 ΚΠΔ (αυτόφωρο έγκλημα)

Το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ ως διαρκές, όπου η χρονική στιγμή της τυπικής κατά την αντικειμενική υπόσταση περάτωσής του δεν είναι η μοναδική, αλλά μπορεί να παραταθεί όσο χρόνο θέλει ο υπόχρεος, θεωρείται ότι είναι εν τω πράττεσθαι (γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα), όσο χρόνο διαρκεί η δημιουργηθείσα παράνομη κατάσταση, δηλαδή μέχρι την άρση της παράνομης κατάστασης, όπως μπορεί να συμβεί με μεταγενέστερη ενέργεια του υπόχρεου που αφορά την καταβολή της οφειλόμενης διατροφής.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με την άσκηση της ποινικής δίωξης (αρ. 27, 43 ΚΠΔ)

Η τέλεση του εγκλήματος του αρ. 358 ΠΚ ως διαρκούς  διακόπτεται από τη στιγμή της σύλληψης του κατηγορουμένου ή της επίδοσης σ‘ αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος (παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς να περάσει η υπόθεση από δικαστικό συμβούλιο), ή της κλήσης στο ακροατήριο (παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με παραπεμπτικό βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου). Ως εκ τούτου αν ο υπόχρεος συνεχίσει μετά ταύτα να παραβιάζει την υποχρέωσή του για διατροφή, διαπράττει νέο έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ, το οποίο μας δίνει σ’ αυτήν την περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεση του προηγούμενου εγκλήματος κατ’ εφαρμογή του αρ. 98 ΠΚ (έγκλημα κατ’ εξακολούθηση) οπότε απαιτείται η άσκηση νέας ποινικής δίωξης).

Εφόσον όμως η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή διαρκεί μέχρι τη λήξη της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε από τον υπόχρεο, η μη εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης για περισσότερους μήνες δεν συνιστά κατ’ εξακολούθηση τέλεση της πράξης, αλλά μόνο ένα έγκλημα.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με τις διατάξεις περί συμμετοχής (αρ. 45-49 ΠΚ)

Η συμμετοχή στο έγκλημα αυτό είναι επίσης δυνατή σε όλες τις μορφές της. Ο τρίτος όμως που δεν έχει την σχετική υποχρέωση, μόνο ως ηθικός αυτουργός (αρ. 46 § 1 εδ. α’ ΠΚ) ή άμεσος αναγκαίος συνεργός (αρ. 46 § 1 εδ. β’ ΠΚ) ή απλός συνεργός (αρ. 47 § 1 ΠΚ) μπορεί να τιμωρηθεί (συμμετοχή υπό στενή έννοια). Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση του αρ. 358 ΠΚ επειδή το έγκλημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο (ιδιαίτερες ιδιότητες του δράστη θεμελιώνουν το αξιόποινο) εφαρμογή έχει το αρ. 49 § 1 ΠΚ.

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με τις διατάξεις περί συρροής (αρ. 94 ΠΚ)

α) Όταν οι δικαιούχοι της διατροφής είναι περισσότεροι

Στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση θίγονται περισσότερες μονάδες του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, όσοι δηλαδή είναι δικαιούχοι, οπότε διαπράττονται ισάριθμα εγκλήματα με τους δικαιούχους, τα οποία συρρέουν μεταξύ τους αληθινά. Έτσι, αν δικαιούχος είναι η πρώτη σύζυγος και το τέκνο, ο υπόχρεος διαπράττει δύο (2) εγκλήματα τα οποία συρρέουν μεταξύ τους αληθινά.

β) Όταν η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης διατροφής γίνεται για περισσότερους μήνες

Το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ ως διαρκές, διαρκεί μέχρι τη λήξη της παράνομης κατάστασης, οπότε η μη εκπλήρωση για περισσότερους μήνες της υποχρέωσης διατροφής, που κατά κανόνα επιβάλλεται ως μηνιαία υποχρέωση, δεν συνιστά κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, εκτός αν πρόκειται για διαστήματα που απέχουν χρονικώς μεταξύ τους.

γ) Όταν ο υπόχρεος με μία πράξη θα μπορούσε να εκπληρώσει την υποχρέωση διατροφής

Όταν ο υπόχρεος με μία πράξη θα μπορούσε να εκπληρώσει την υποχρέωση διατροφής που έχει (με την καταβολή χρηματικού ποσού της διατροφής στη σύζυγό του που έχει παράλληλα και την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου) τα δύο εγκλήματα που πραγματώνονται με μία πράξη του αρ. 358 ΠΚ συρρέουν αληθινά κατ’ ιδέα (αρ. 94 § 2 ΠΚ).

Αν όμως η καταβολή των χρημάτων της διατροφής στους περισσότερους δικαιούχους απαιτείται να γίνει με περισσότερες πράξεις τότε η συρροή θα είναι αληθινή πραγματική (αρ. 94 § 1 ΠΚ).

δ) Αληθινή συρροή

Το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ συρρέει αληθινά:

  • με το έγκλημα της σωματικής βλάβης (αρ. 308 ΠΚ)
  • με το έγκλημα της σωματικής βλάβης ανηλίκων (αρ. 312 ΠΚ)
  • με το έγκλημα της εγκατάλειψης εγκυμονούσης (αρ. 359 ΠΚ)
  • με το έγκλημα της έκθεσης (αρ. 306 ΠΚ). Σύμφωνα όμως με άλλη άποψη η συρροή με έγκλημα της έκθεσης είναι φαινομενική (αρχή της σιωπηρής επικουρικότητας)
  • με το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών (αρ. 397 ΠΚ)

ε) Φαινομενική συρροή

Το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ συρρέει φαινομενικά με το έγκλημα του αρ. 232Α ΠΚ (μη συμμόρφωση σε προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη).

Σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας όταν διαπράττεται ένα έγκλημα το οποίο καλύπτεται από μία ποινική διάταξη η οποία περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία μιας γενικής ποινικής διάταξης (lex generalis) όπως συμβαίνει με το έγκλημα του αρ. 232Α ΠΚ, αλλά επιπλέον και κάποια άλλα στοιχεία, που προσδίδουν στην περιγραφόμενη πράξη διαφορετική μορφή, είτε βαρύτερη είτε ελαφρότερη σε σχέση μ’ εκείνη της γενικής ποινικής διάταξης, όπως συμβαίνει με το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ, τότε ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο με βάση την ειδική διάταξη (lex specialis). Η διάταξη του αρ. 358 ΠΚ είναι ειδική έναντι της διάταξης του αρ. 232Α ΠΚ και ως εκ τούτου εφαρμογή θα έχει μόνο η διάταξη του αρ. 358 ΠΚ (φαινομενική κατ’ ιδέα συρροή).

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με τις διατάξεις περί πολιτικής αγωγής (αρ. 63 – 70 ΚΠΔ).

Δικαιούμενος σε παράσταση πολιτικής αγωγής είναι μόνο ο δικαιούχος της διατροφής που έχει υποστεί στερήσεις ή αναγκάστηκε να δεχθεί τη βοήθεια άλλων. Αντιθέτως αποκλείεται του παραπάνω δικαιώματος ο τρίτος που ζημιώθηκε επειδή αναγκάστηκε να καταβάλει εκείνος την διατροφή. Η μητέρα των δικαιούχων διατροφής τέκνων δεν είναι αμέσως παθούσα από το έγκλημα του αρ. 358 ΠΚ και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραστεί για τον εαυτό της, αλλά μόνο για λογαριασμό των τέκνων της (αρ. 82 § 2 ΚΠΔ), αλλιώς δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα (αρ. 171 § 2 ΚΠΔ).

 

  1. Σχέση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) με τις διατάξεις περί παραγραφής (αρ. 111 – 116 ΠΚ)

Στο έγκλημα της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή (αρ. 358 ΠΚ) ως διαρκές δεν μπορεί να κινηθεί η παραγραφή αν προηγουμένως ο υπαίτιος δεν άρει την παράνομη κατάσταση. Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από τη στιγμή λήξης της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την εγκληματική συμπεριφορά του υπαιτίου.

 

  1. Ποινική κύρωση του εγκλήματος

Η ποινική κύρωση του εγκλήματος προβλέπει για την πράξη φυλάκιση μέχρι ενός έτους άρα πλαίσιο ποινής δέκα (10) ημέρες έως ένα (1) έτος (αρ. 53 ΠΚ).

 

  1. Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 43, 243 § 1, 246 § 1 και 417, 418 ΚΠΔ)

Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως. Η μετά την απόφαση διατροφής συμβίωση, αποτελεί λόγο παύσης της ποινικής δίωξης.

 

 

Πληροφορίες:

Δερμενούδης Νικόλαος

Νομικός, Ποινικολόγος, Εγκληματολόγος

Τηλ.: 2541077560 & 6979847227

Fax: 2541067205

e-mail: xartikaipontiki@gmail.com

 

Δείτε επίσης

Κ.Δ. 27/2020 “Διευκολύνσεις πολύτεκνων οικογενειών κλπ κατά τη διάθεση τους για εκτέλεση υπηρεσίας”

Με την έκδοση της υπ’ αριθμ 27/2020 Κανονιστικής Διαταγής του κ.Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, παρέχονται …