Τελευταίες Ειδήσεις
Αρχική / Aπόψεις / Τα όρια της ελευθερίας έκφρασης του αστυνομικού

Τα όρια της ελευθερίας έκφρασης του αστυνομικού

1. Η ελευθερία της έκφρασης, είτε δια του γραπτού, είτε δια του προφορικού λόγου, αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και για τον αστυνομικό, ο οποίος μπορεί να ενεργεί, είτε ως «αστυνομικός- πολίτης», είτε ως «αστυνομικός-όργανο του κράτους», είτε ως «αστυνομικός-συνδικαλιστής». Το 1991 αστυνομικός παρεχώρησε, ενώ βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, διαδοχικές συνεντεύξεις σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και εφημερίδες καθημερινής κυκλοφορίας, στις οποίες αναφερόταν σε «θέματα ιδιαζούσης σημασίας αστυνομικού ενδιαφέροντος», χωρίς προηγούμενη άδεια της προϊστάμενης αρχής. Ο αστυνομικός τιμωρήθηκε με χρηματικό πρόστιμο από την υπηρεσία του. Ο αστυνομικός προσέφυγε με αίτηση ακυρώσεως στο Διοικητικό Εφετείο για να εξαφανίσει τα διοικητικά μέτρα που επιβλήθηκαν σε βάρος του από την προϊστάμενη αρχή (Δ.Ε.Α.1834/1994). Εν συνεχεία ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης άσκησε έφεση στο ΣτΕ προκειμένου να ανατρέψει τα αποτελέσματα της εκκαλουμένης απόφασης.

2. Ειδικότερα το ΣτΕ για την έκδοση της απόφασης ( ΣτΕ 251/2001) στηρίχθηκε στο άρθρο 14 του Συντάγματος (ελευθερία λόγου και έκφρασης) καθώς και στη διάταξη του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, το οποίο αναφέρεται στην ελευθερία έκφρασης, την ελευθερία γνώμης και στην ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών. Το δικαστήριο βάσει των παραπάνω άρθρων αποφάσισε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ.538/1989, οι οποίες απαγορεύουν στους αστυνομικούς την δημοσίευση γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των προϊσταμένων τους είναι ανίσχυρες γιατί αντίκεινται στις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις. Από τη στιγμή λοιπόν που η απόφαση για το πρόστιμο στηρίχθηκε σε ανίσχυρες διατάξεις, το δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τους λόγους εφέσεως που ασκήθηκε από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.

3. Το ΣτΕ έκρινε τη Σύμβαση της Ρώμης ως διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος και άρα υπερισχύουσα του π.δ. 538/1989, βασιζόμενο στο άρθρο 28 του Συντάγματος. Βέβαια το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και γνώμης, το οποίο ισχύει και για τους αστυνομικούς υπαλλήλους, υπόκειται τόσο στους γενικούς περιορισμούς που υπαγορεύονται κυρίως για την ανάγκη της προστασίας της προσωπικότητας του κάθε πολίτη ή του δημοσίου συμφέροντος, όσο και σε ειδικούς περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της δημόσιας υπαλληλικής σχέσης. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται:
α. Η απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, δηλαδή η υποχρέωση πολιτικής ουδετερότητας (άρθρο 29 παρ.3 Συντ.).
β. Ο περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή η υπαγωγή των αξιωματικών σε δυσμενή εκλογική ρύθμιση και εκλογικά κωλύματα (άρθρο 56 παρ.1 και παρ.3 Συντ.).
γ. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου, που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις και της υπηρεσιακής εχεμύθειας που σχετίζεται με εθνικά θέματα ή τη διαρροή απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων της Υπηρεσίας, καθώς και για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, είτε αυτές αφορούν σε υπηρεσιακά ζητήματα, είτε στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και γενικά στις ατομικές υποθέσεις των πολιτών (άρθρο 10 παρ.1 εδ. στ΄ του π.δ.120/2008 και άρθρο 2 περ. η΄ του π.δ.254/2004).
δ. Η μυστικότητα της προανάκρισης (άρθρο 241 του Κ.Π.Δ.).
4. Παρόλα αυτά, ο νομοθέτης κατά τη ρυθμιστική του δράση δεν μπορεί να υπαγάγει το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης σε οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα, όπως η προηγούμενη άδεια των προϊστάμενων του υπαλλήλου, καθώς κάτι τέτοιο θα αναιρούσε στην ουσία το συνταγματικά προστατευόμενο, κατά του άρθρο 14 του ισχύοντος Συντάγματος, ατομικό αυτό δικαίωμα.

5. Εξάλλου αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται με την ποινή της απόταξης ο αστυνομικός που «δημόσια προφορικώς ή εγγράφως ασκεί κριτική των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις» ( άρθρο 10 παρ.1, εδ.ιδ΄του π.δ. 120/2008). Εδώ πρέπει να διακρίνουμε την συνδικαλιστική δράση και έκφραση, δηλαδή το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σύμφωνα με το νόμο, μεταξύ άλλων (ενδεικτική απαρίθμηση)…. να καταγγέλλουν και να εγκαλούν……τις παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και των κανονισμών και οργανισμών που αφορούν τις ίδιες ή τα μέλη τους.

6. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 179 του π.δ.141/1991 απαγορεύεται στους αστυνομικούς χωρίς άδεια του Αρχηγού η δημοσίευση άρθρων, γνωμών, διατριβών ή μελετών, δια των εφημερίδων ή οποιουδήποτε εντύπου, ή η έκδοση βιβλίων ή άλλων οποιονδήποτε εντύπων, εφόσον γίνεται χρήση πληροφοριών, που αντλούνται από την υπηρεσία και αφορούν ή δύνανται να επηρεάσουν το έργο της Αστυνομίας. ΄Οποιος επιθυμεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να προβεί σε κάποια δημοσίευση ή έκδοση υποβάλλει ιεραρχικώς αίτηση για την έγκρισή της, στην οποία επισυνάπτονται τρία αντίγραφα της ύλης που πρόκειται να δημοσιευθεί ή να εκδοθεί. Όταν πρόκειται για νέα έκδοση έργου, για την προηγούμενη έκδοση του οποίου έχει χορηγηθεί έγκριση, απαιτείται άδεια, εφόσον προστίθεται σ΄ αυτό νέα ύλη.

7. To Συμβούλιο της Επικρατείας τονίζει (έκθεση επεξεργασίας 54/1991) ότι η απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου δεν αφορά δημοσιεύσεις που γίνονται για λόγους καθαρώς επιστημονικής μελέτης ή έρευνας.

8. Η άσκηση κριτικής και μάλιστα η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας, όσο και τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές, όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ’ αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία, υπό τους αυτονόητους όμως αναφερόμενους περιορισμούς. Ο αστυνομικός-πολίτης πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, αξιοπρέπεια και μετριοπάθεια και ο δημόσιος λόγος του πρέπει να διενεργείται με ιδιαίτερη σύνεση, σεμνότητα και προσοχή, γιατί κρίνεται αυστηρά από την κοινή γνώμη, όχι βάσει του προσώπου του αλλά βάσει του γένους, δηλαδή της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και έτσι μπορεί να προκαλέσει δυσμενή σχόλια σε βάρος του Σώματος της Αστυνομίας. Είναι αυτονόητο, ότι η κατάσταση διαφοροποιείται επί το αυστηρότερο, όταν ο αστυνομικός εκφράζεται όχι ως πολίτης, αλλά με την ιδιότητα του οργάνου του κράτους (άρθρα 2 και 5 του π.δ.254/2004).

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών

 

Δείτε επίσης

Κ.Δ. 27/2020 “Διευκολύνσεις πολύτεκνων οικογενειών κλπ κατά τη διάθεση τους για εκτέλεση υπηρεσίας”

Με την έκδοση της υπ’ αριθμ 27/2020 Κανονιστικής Διαταγής του κ.Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, παρέχονται …