Στα πλαίσια της καθημερινής αμφίδρομης επικοινωνίας μας με δεκάδες συνάδελφους ανά την επικράτεια περιήλθε η παρακάτω Γνωμοδότηση που αφορά ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα που απασχολεί πολλούς από εμάς, γι’ αυτό και την δημοσιεύουμε αυτούσια
Περιορισμοί και προϋποθέσεις της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας για μέλη του αστυνομικού προσωπικού όταν εκκρεμεί ποινική δίκη για τις ίδιες πράξεις, κατά τους όρους του Π.Δ. 120/2008
Γνωμοδότηση
Του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, δικηγόρου
Α. Το ζήτημα που μου ετέθη
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί γνωμοδότησή μου σε ερώτημα αστυνομικού, και αφορά την εξής περίπτωση.
Σε οικογενειακή υπόθεσή, η οποία αφορούσε την επιμέλεια ανηλίκου παιδιού, μεταξύ του αστυνομικού υπαλλήλου και της πρώην συζύγου του αντηλλάγησαν μηνύσεις. Στις μηνύσεις αυτές, οι δυο πλευρές παραπονούνταν για διάφορα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, μεταξύ άλλων για πράξεις όπως της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.), ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.) και ψευδούς ανώμοτηςκατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.).
Οι μηνύσεις αυτές, μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατέληξαν με αντίστοιχες παραπομπές των μηνυομένων μερών στο ακροατήριο.
Δεδομένης της υπηρεσιακής ιδιότητας του ερωτούντος, ως αστυνομικού, η άσκηση ποινικής δίωξης κοινοποιήθηκε, σε κάθε περίπτωση, στην υπηρεσία του, συνοδευόμενη από τον αντίστοιχο φάκελο της δικογραφίας.
Ενόψει των παραπάνω, μου ζητήθηκε να γνωμοδοτήσω, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 36 παρ. 1 εδ. β΄ του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α΄/208/27-9-2013), κατά τις οποίες ο δικηγόρος έχει έργο και αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, και την σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και Αρχή, για τα εξής ζητήματα:
(α) αν είναι υποχρεωτική η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως στην αντίστοιχη ποινική δίκη,
(β) ποιες είναι οι νόμιμες προϋποθέσεις για την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίαςμέχρι πέρατος της ποινικής.
Η διατύπωση ειδικής γνωμοδότησης για το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού κατέστη αναγκαία ενόψει των διαφορών στις ρυθμίσεις του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού, όπως διατυπώνεται στις διατάξεις του Π.Δ. 120/2008 αφενός, και στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ρυθμίζεται στα άρθρα 106 επ. του ισχύοντος υπαλληλικού κώδικα (Ν. 3528/2007). Κατά γενικό τρόπο, τα δύο αυτά πειθαρχικά δίκαια (και ανάλογα τα πειθαρχικά δίκαια των υπαλλήλων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.τ.λ.) διέπονται από τις ίδιες γενικότερες αρχές, μεταξύ των οποίων και η γενικότερη αρχή της ανεξαρτησίας της πειθαρχικής από την ποινική δίκη (άρθρο 114 του Ν. 3528/2007 και άρθρο 48 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008)[1]. Συνεπώς, το «πνεύμα» της Εγκυκλίου ΔΙΔΑΔ/Φ.69/55/9899/15-4-2014 (ΑΔΑ: ΒΙΗΝΧ-ΧΧ5) του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης περί «μη αναστολής ένορκης διοικητικής εξέτασης» όταν εκκρεμεί συναφής ποινική δίκη επί δημοσίων υπαλλήλων, μεταφέρεται, αναλογικώς, και επί αναλόγων υποθέσεων του αστυνομικού προσωπικού.
Όμως, λεπτομερέστερη συγκριτική εξέταση των δύο πειθαρχικών δικαίων δείχνει ορισμένες επιμέρους ρυθμίσεις τους διαφέρουν. Μια τέτοια ουσιώδης διαφορά αφορά την διεξαγωγή Ε.Δ.Ε., η οποία, κατά μεν την ρητή διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Ν. 3528/2007 δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης, ενώ, αντιθέτως, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 του Π.Δ. 120/2008, κατά κανόνα, συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης[2].
Συνεπώς, δικαιολογείται η ιδιαίτερη εξέταση των συναφών ζητημάτων για το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού, ενόψει των ειδικών ρυθμίσεων του Π.Δ. 120/2008, όπως ακολουθεί αναλυτικότερα παρακάτω .
Β. Ισχύον νομοθετικό πλαίσιο
Το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού ορίζεταιμε το Π.Δ. 120/2008 (ΦΕΚ Α΄/2-9-2008).
Στο άρθρο 2 του Π.Δ. αυτού δίδεται ο ορισμός της πειθαρχίας. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ο κατά κύριο λόγο υπηρεσιακός χαρακτήρας της πειθαρχίας του αστυνομικού, αφού η πειθαρχία είναι «καθήκον του προσωπικού» της Ελληνικής Αστυνομίας, ως «αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της συνοχής και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και της αρμονικής συνεργασίας του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ. αυτού («έννοια πειθαρχικού παραπτώματος»), ορίζονται τα εξής:
- Πειθαρχικό Παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος με πράξη (ενέργεια ή παράλειψη).
- Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της Υπηρεσίας, καθώς και από την συμπεριφορά, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας, λόγω της ιδιότητάς του.
- Τα πειθαρχικά παραπτώματα τιμωρούνται ακόμα και αν τελέσθηκαν εκτός του εδάφους της επικράτειας.
Ομοίως στο άρθρο 9 του αυτού Π.Δ. ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως παράγων εκτίμησης της βαρύτητας του παραπτώματος, «ιδίως … η επίδραση που είχε στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και στο κύρος του Σώματος» …
Στο άρθρο 10 του ιδίου Π.Δ. ορίζονται τα βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία σχετίζονται ως επί το πλείστον με την εκτέλεση της υπηρεσίας, και στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων (παρ. 1, περ. η), οι πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.), της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.), και της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.). Στην ίδια κατηγορία πειθαρχικών παραπτωμάτων περιλαμβάνεται (παρ. 1, περ. ιβ) και της «χαρακτηριστικά αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για αστυνομικό συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας, ή συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα».
Στα άρθρα 11, 12, 13 και 14 του αυτού Π.Δ. απαριθμούνται πειθαρχικά χαρακτηριζόμενες πράξεις κατά φθίνουσα σπουδαιότητα, με δεσπόζοντα τον υπηρεσιακό χαρακτήρα. Η «αναξιοπρεπής συμπεριφορά «εκτός υπηρεσίας» εμφανίζεται επίσης στο άρθρο 13 παρ. 1 περ. γ) (ποινή προστίμου) και 14 («ελαφρά παραπτώματα, που αφορούν … τη συμπεριφορά … του αστυνομικού εντός και εκτός υπηρεσίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 21 του αυτού Π.Δ., η έκδοση διαταγής για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.):
(α) Συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης (παρ. 2)
(β) Ως άσκηση ποινικής δίωξης, αποτελεί καθήκον των αρμοδίων πειθαρχικών οργάνων και ενεργείται αυτεπάγγελτα, με βάση τα στοιχεία που με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο περιέρχονται σ’ αυτά (παρ. 1)[3].
Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. 1 και 2 του ως άνω Π.Δ., αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής για διενέργεια Ε.Δ.Ε. είναι οι Διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων και οι Διευθυντές Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης για το προσωπικό των υπηρεσιών τους (με την εξαίρεση του παραπτώματος του εδ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 10, δηλαδή πράξεις που συνιστούν βασανιστήρια), και με την επιφύλαξη ότι η Ε.Δ.Ε. διατάσσεται πάντοτε από αξιωματικό ανώτερο του διωκομένου.
Η Ε.Δ.Ε. διενεργείται σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 26 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ., όταν από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτουν σαφείς ενδείξεις για την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, προκειμένου να διαπιστωθούν η τέλεση ή μη αυτού, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε και ο τυχών υπαίτιος.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ., οι διοικητικές εξετάσεις περατούνται με τη σύνταξη πορίσματος από τον διενεργήσαντα. Στο συμπέρασμα του πορίσματος αναφέρεται η κρίση του συντάκτη για το αν διαπράχθηκε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα και ποιο, για τις περιπτώσεις της Ε.Δ.Ε. του άρθρου 26 παρ. 1. Σε περίπτωση που προκύψει πειθαρχική ευθύνη, το πόρισμα περιλαμβάνει με σαφήνεια και ακρίβεια τα στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος, τις διατάξεις που το προβλέπουν, καθώς και τα στοιχεία του υπαιτίου. Το πόρισμα υποβάλλεται ιεραρχικά στον αρμόδιο να αποφασίσει. Ο τελευταίος, ορίζεται στο άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε), οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, … αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή και διενεργήθηκαν από αξιωματικούς των υπηρεσιών της δικαιοδοσίας τους.
Κατά το άρθρο 39 παρ. 1 του ίδιου Π.Δ. οι αρμόδιοι να αποφασίσουν, μέσα σε τρεις (3) μήνες μετά την υποβολή σ’ αυτούς του πορίσματος της Ε.Δ.Ε., α) αν κρίνουν ότι δεν τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα θέτουν την υπόθεση στο αρχείο, που ανασύρεται μόνο στην περίπτωση που προκύψουν νεότερα επιβαρυντικά στοιχεία β) αν κρίνουν ότι τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα με ποινή που μπορούν να επιβάλουν οι ίδιοι, επιβάλλουν την ποινή με απόφασή τους γ) αν κρίνουν ότι τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα με ποινή αρμοδιότητας πειθαρχικού συμβουλίου, παραπέμπουν τον πειθαρχικώς κατηγορούμενο στο αρμόδιο Π.Σ.
Σύμφωνα με το άρθρο 48 του αυτού Π.Δ. («σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίκη»), ορίζονται τα εξής:
- Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
- Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου.
- Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, όμως οι αρμόδιοι να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 22, και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μπορούν, με απόφασή τους που ανακαλείται ελευθέρως, να διατάξουν, αν το κρίνουν αναγκαίο, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.
Στο άρθρο 49, τέλος, προβλέπεται η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης στην περίπτωση που, μετά από απαλλακτική πειθαρχική απόφαση, ή την επιβολή κατώτερης πειθαρχικής ποινής, καταδικάστηκε αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, με την διαπίστωση πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος των άρθρων 10 ή 11 του ιδίου Π.Δ.
Γ. Ερμηνευτικές παρατηρήσεις
Κατά την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων σύμφωνα με τις γενικές ερμηνευτικές αρχές του δικαίου προκύπτουν τα εξής:
1. Η πειθαρχική διαδικασία των αστυνομικών, όπως και κάθε δημοσίου υπαλλήλου, έχει σκοπό την εύρυθμη λειτουργία (προς τα μέσα) και το κύρος (προς τα έξω) της Υπηρεσίας. Ο ειδικός αυτός σκοπός ορίζει την κατεύθυνση της έρευνας και της αξιολόγησης των πράξεων του αστυνομικού κατά κύριο λόγο στις επιπτώσεις της επίμαχης συμπεριφοράς του Αστυνομικού στην Υπηρεσία, και ιδίως:
(1) Στο εάν το αδίκημα τελέστηκε κατά την υπηρεσία, κατά την άσκηση της υπηρεσιακής εξουσίας, ή σε οποιαδήποτε συνάφεια με αυτήν, λ.χ. ψευδής βεβαίωση του αστυνομικού, ως ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ οργάνου, βασανισμός κρατουμένου κ.τ.λ. Πρόκειται για τον αμεσότερο βαθμό συσχέτισης της πράξης με την Υπηρεσία. Υφίσταται άμεση βλάβη της Υπηρεσίας.
(2) Στο εάν το αδίκημα, το οποίο κατ’ εξοχήν τελέστηκε εκτός υπηρεσίας, μαρτυρεί διαφθορά του αστυνομικού, η οποία τον κάνει επικίνδυνο για την υπηρεσία, λ.χ. συμμετοχή σε κυκλώματα εκβιαστών. Πρόκειται για πιο έμμεσο, πλην σαφή, βαθμό συσχέτισης της πράξης με την Υπηρεσία. Υφίσταται, εν προκειμένω, σοβαρός κίνδυνος βλάβης της Υπηρεσίας.
(3) Στο εάν η πράξη η οποία τελέστηκε «εντός ή εκτός Υπηρεσίας» προσβάλλει το κύρος της Υπηρεσίας. Εδώ, ανάλογα με την βλάβη του κύρους της Υπηρεσίας, η σοβαρότητα του αδικήματος ποικίλλει.
2. Σε κάθε περίπτωση, Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΠΟΙΝΗ ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ. ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΕΙΔΙΚΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Ο κανόνας αυτός προκύπτει από τα ακόλουθα:
(a) πειθαρχικώς ελέγχεται o Αστυνομικός λόγω της υπηρεσιακής ιδιότητάς του, και για τις ανάγκες εύρυθμης λειτουργίας της Υπηρεσίας.
(b) Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, η ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας δεν επιτρέπεται να περιορίζεται παρά μόνο στο απολύτως αναγκαίο. Ο πειθαρχικός έλεγχος είναι ένας τέτοιος περιορισμός. Συνταγματικά, συνεπώς, η εξωϋπηρεσιακή συμπεριφορά του αστυνομικού (όπως, αναλόγως, και κάθε υπαλλήλου) μπορεί να περιοριστεί (δια της πειθαρχικής οδού) μόνο όταν διατηρείται ένας αιτιώδης σύνδεσμος με την Υπηρεσία, αλλιώς είναι παράνομη, ως αντισυνταγματική.
(c) Το πλείστον των ειδικών διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου (βλ. ιδίως άρθρα 2, 4, 10-14), στις ειδικές προβλέψεις πειθαρχικών αδικημάτων, περιλαμβάνουν πράξεις σαφώς σχετιζόμενες με την Υπηρεσία του αστυνομικού.
3. Για τους λόγους αυτούς, το πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού δεν συμπίπτει με το ποινικό δίκαιο των πολιτών εν γένει. Ούτε κάθε πειθαρχικό αδίκημα είναι ποινικώς κολάσιμη πράξη, ούτε κάθε ποινικό αδίκημα είναι πειθαρχικό αδίκημα. Αναμφίβολα, οι δύο περιοχές έχουν ευρύ κοινό πεδίο, δηλαδή ποινικά αδικήματα που συνιστούν και πειθαρχικά αδικήματα, και αντιστρόφως. Και σαφώς, οι πράξεις των άρθρων 225, 229 και 363 Π.Κ. ορίζονται ως πειθαρχικά αδικήματα, και μάλιστα σοβαρά, στο ίδιο το Π.Δ. 120/2008 (άρθρο 10 παρ. 1). Ωστόσο, τα κριτήρια της αξιολόγησης των αυτών πράξεων, από ποινικής και από πειθαρχικής απόψεως, διαφέρουν. Το κριτήριο της πειθαρχικής κρίσης αφορά υποχρεωτικά, αμέσως ή εμμέσως, την Υπηρεσία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Εάν μια πράξη ποινικώς αξιολογήσιμη κατά τα παραπάνω άρθρα (λ.χ. στο πλαίσιο μιας οικογενειακής διένεξης) δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με την Υπηρεσία, αμέσως ή εμμέσως, μπορεί να μην αξιολογηθεί πειθαρχικά, ή να αξιολογηθεί ως μικρότερης σημασίας («κατώτερο» πειθαρχικό αδίκημα). Τούτο συνάγεται, σαφώς, και από την διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008, όπου ορίζεται ότι, όταν μια πειθαρχική πράξη είναι και ποινική, και η ποινική έχει καταλήξει σε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται μόνο ως προς την διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών από το ποινικό δικαστήριο, και όχι ως προς την πειθαρχική αξιολόγησή τους.
4. Τα παραπάνω είναι σημαντικά, ιδίως όταν, στην ποινική δίκη, πρόκειται για ποινικοποίηση, ή για απόπειρα ποινικοποίησης άσκησης αστικού δικαιώματος, και ιδίως προσωπικής, οικογενειακής φύσεως. Έτσι, μεταξύ εν διαστάσει ή διαζευγμένων γονέων, είναι συνηθισμένη η ποινικοποίηση της διαφοράς, με καταθέσεις μηνύσεων για «συκοφαντική δυσφήμηση», Επί παραδείγματι, ακόμα κι αν το πειθαρχικό όργανο κρίνει ότι τελέστηκαν οι πράξεις των άρθρων 363Π.Κ., 225Π.Κ. ή 229 Π.Κ., πλην όμως σε ζητήματα που αφορούν αυστηρά την ιδιωτική σφαίρα του αστυνομικού, λ.χ. κατά την (υποστηρίξιμη) διεκδίκηση αυστηρά οικογενειακών του δικαιωμάτων στο πλαίσιο αυστηρά αστικής διαφοράς, ενδέχεται η υπόθεση να μην υπαχθεί στο άρθρο 10 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008, αλλά σε απλή «αναξιοπρεπή συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας», ή και να κριθεί μη σχετιζόμενη οπωσδήποτε με την Υπηρεσία, ή και μη αξιολογήσιμη από πειθαρχική άποψη, εφόσον αφορά στην αποκλειστικά ιδιωτική σφαίρα των αστικών, προσωπικής και οικογενειακής φύσεως, δικαιωμάτων του αστυνομικού.
5. Την αρχή αυτή επιβεβαιώνει ο γενικός κανόνας της ανεξαρτησίας της πειθαρχικής από την ποινική δίκη, του άρθρου 48 του Π.Δ. 120/2013. Ο κανόνας αυτός δεν είναι μόνον διαδικαστικός. Είναι και ουσιαστικός, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση που θα καταδικαστεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο ο κατηγορούμενος Αστυνομικός, τα πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αμετάκλητα το ποινικό δικαστήριο, και όχι ως προς την νομική τους αξιολόγηση. Τούτο, διότι θα πρέπει η «πράξη» που διαπιστώθηκε ποινικά να σχετιστεί αιτιωδώς με βλάβη της Υπηρεσίας, ή του κύρους της, ή με κίνδυνο βλάβης της Υπηρεσίας, μια συσχέτιση η οποία αποτελεί προϋπόθεση της πειθαρχικής αξιολόγησης της πράξης.
6. Στο παραπάνω πλαίσιο, πρέπει να εξεταστεί η ανταπόκριση των πειθαρχικών οργάνων του Αστυνομικού στις πράξεις της ποινικής δικαιοσύνης, και ειδικότερα:
(1) Η άσκηση ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών συνιστά, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008, «στοιχείο που με νόμιμο τρόπο περιέρχονται στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα» ότι τελέστηκαν οι πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη[4].
(2) Για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο Εισαγγελέας έχει κρίνει ότι «προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη» (άρθρο 43 ΚΠοινΔ). Οι «ενδείξεις» για να κινηθεί η ποινική δίωξη είναι σαφώς λιγότερες από τις «αποδείξεις» που χρειάζονται για να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος ακόμα κι από το ποινικό δικαστήριο. Συνεπώς, δεν συνιστούν επ’ ουδενί καταδίκη του αστυνομικού για την τέλεση της πράξης. Αντιθέτως, ο αστυνομικός, όπως και κάθε άνθρωπος, απολαμβάνει του τεκμηρίου αθωότητος, κατ’ άρθρο 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, μέχρις αμετακλήτου δικαστικής αποδείξεως της ενοχής του, το οποίο ισχύει στην πειθαρχική δίκη, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 περ. γ) του Π.Δ. 120/2008.
(3) Σε κάθε περίπτωση, η Εισαγγελική κρίση ότι «προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη», ακόμα κι αν τυπικά δεν δεσμεύει το πειθαρχικώς ανακριτικό όργανο, συνιστά στοιχείο από το οποίο, ουσιαστικά, προκύπτει «ένδειξη» για την τέλεση πειθαρχικού αδικήματος, για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.
(4) Συνεπώς, και κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο πρέπει να διατάξει Ε.Δ.Ε., η οποία θα συνιστά ταυτόχρονα και άσκηση πειθαρχικής δίωξης.
(5) Πέραν τούτων, βέβαια, η ποινική δίωξη επ’ ουδενί δεσμεύει τα πειθαρχικά όργανα, αφού μόνον η δικαστική απόφαση είναι δεσμευτική γι’ αυτά, και μόνο στα όρια των άρθρων 48 παρ. 1και 49 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008. Συνεπώς, η Ε.Δ.Ε. μπορεί να καταλήξει είτε στο συμπέρασμα ότι δεν τελέστηκε πειθαρχικό αδίκημα, είτε ότι τελέστηκε ελαφρύ πειθαρχικό αδίκημα, είτε βαρύτερο, σε σχέση με την ασκηθείσα ποινική δίωξη, ανάλογα με τα ευρήματα του πειθαρχικού οργάνου (βλ. σχετικά άρθρα 29 παρ. 1 και 39 παρ. 1 του Π.Δ. 120/2008).
7. Όσον αφορά την αναστολή της πειθαρχικής δίκης, εκκρεμούσης της ποινικής, εφαρμόζεται το άρθρο 48 παρ. 3 Π.Δ. 120/2008. Κατά το άρθροαυτό η αναστολή είναιΟΧΙ Ο ΚΑΝΟΝΑΣ, ΑΛΛΑ Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ. Η εξαίρεση θαπρέπει να είναι όχι μόνον ΔΥΝΗΤΙΚΗ, αλλά και ΕΙΔΙΚΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999). Η «αναστολή» δεν είναι απλώς καθυστέρηση ανοίγματος του φακέλου, αλλά διοικητική πράξη και θα πρέπει να αιτιολογείται, συνεπώς, η δε αιτιολογία, μάλιστα, της τυχόν αναστολής της διαδικασίας, θα πρέπει να είναι «σαφής, ειδική και επαρκής», όσον αφορά την «διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμον προϋποθέσεων για την έκδοσή της».Οι «κατά νόμον προϋποθέσεις» του άρθρου 48 παρ. 3 Π.Δ. 120/2008, ορίζουν ότι θα πρέπει να «κρίνεται αναγκαίο» να διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο όρος της «αναγκαιότητας», στην διάταξη αυτή, είναι περιοριστικός. Θα πρέπει, συνεπώς, να υπάρχουν σοβαροί λόγοι, οι οποίοι να επιβάλλουν υπό όρους «αναγκαίου» την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, και νααναφέρονται ρητώς στην αιτιολογία της απόφασης περί αναστολής. Η απλή ύπαρξη ποινικής διαδικασίας δεν επαρκεί, εν προκειμένω, αφού στην περίπτωση αυτή, η «ανεξαρτησία» της ποινικής από την πειθαρχική δίκη θα μετατρεπόταν παρανόμως σε «εξάρτηση», και η «δυνητική» αναστολή θα μετατρεπόταν λάθρα σε «υποχρεωτική».
8. Στην παραπάνω ερμηνεία οδηγούν και οι περιορισμοί στην αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, όπως ότι η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.Από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι το αμετάκλητο της ποινικής απόφασης μπορεί να παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον του έτους, κάτι το οποίο θα οδηγούσε απευθείας σε παράβαση του περιορισμού του χρόνου αναστολής κατ’ άρθρο 48 παρ. 3 Π.Δ. 120/2008. Στην ίδια ερμηνεία οδηγεί και η απαγόρευση αναστολής της προόδου του πειθαρχικού ελέγχου υποθέσεων που προκάλεσαν δημόσιο σκάνδαλο ή έθιξαν σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας.
9. Ένα σοβαρό ερμηνευτικό ζήτημα προκύπτει όσον αφορά το στάδιο κατά το οποίο επιτρέπεται η αναστολή της πειθαρχικής δίκης. Και τούτο διότι το άρθρο 48 του Π.Δ. 120/2008 δεν διακρίνει σχετικώς. Σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ. 1 του αυτού Π.Δ., όμως, προκύπτει ότι η αναστολή ΔΕΝΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ Ε.Δ.Ε., ως άσκηση ποινικής δίωξης, ιδίως στις περιπτώσεις που αυτή είναι υποχρεωτική. Δεν μπορεί, επίσης, να αφορά την θέση της υπόθεσης στο αρχείο, στην περίπτωση που από την Ε.Δ.Ε. προκύψει ότι δεν έχει τελεστεί πειθαρχικό αδίκημα, κατ’ άρθρο39 παρ. 1 εδ. α΄ Π.Δ. 120/2008.Η αναστολή, συνεπώς, θα αφορά μόνον την περίπτωση που, από την Ε.Δ.Ε., προέκυψε ότι «τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα», κατ’ άρθρο 39 παρ. 1 περ. β) και γ) Π.Δ. 120/2008. Στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της υπηρεσιακήςεκκρεμότητας για τον υπάλληλο θα μπορούσε να κριθεί αντιϋπηρεσιακή και αδικαιολόγητη, και επιπλέον αντίθετη στο τεκμήριο αθωότητας, του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου, το οποίο ισχύει στην πειθαρχική δίκη, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 περ. γ) του Π.Δ. 120/2008. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή ακριβώς αφορά η πρόβλεψη του άρθρου 49 Π.Δ. 120/2008, για την «επανάληψη πειθαρχικής δίκης», με την οποία παρέχεται η δυνατότητα της άρσης, τρόπον τινά, τυχόν «αντιφατικών αποφάσεων» μεταξύ πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας. Η αναστολή θα μπορούσε, συνεπώς, να αφορά μόνον την περίπτωση που, από την Ε.Δ.Ε. προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης σοβαρού πειθαρχικού αδικήματος.
10. Στις ίδιες ερμηνευτικές λύσεις καταλήγει η νομική ανάλυση και με την τελολογική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, δηλαδή με βάση τον σκοπό του νόμου. Κατά γενικό τρόπο, οι πειθαρχικές υποθέσεις δεν επιτρέπεται να χρονίζουν. Ούτε για τον Αστυνομικό είναι ορθό να εκκρεμεί η υπηρεσιακή του κατάσταση, ιδίως εάν ο τελευταίος ζητά την πρόοδο της πειθαρχικής διαδικασίας, διακηρύσσων την αθωότητά του, ούτε για την Υπηρεσία είναι ορθό να διατηρεί σε εκκρεμότητα Αστυνομικό για τον οποίο, τυπικώς τουλάχιστον, έχουν περιέλθει στην Υπηρεσία ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος αρκετές για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Η γρήγορη εκκαθάριση των πειθαρχικών υποθέσεων, απ’ αυτή την άποψη, εξυπηρετεί τον σκοπό όλου του πειθαρχικού δικαίου, που είναι η γρήγορη εκκαθάριση της πειθαρχικής εκκρεμότητας.
11. Εξάλλου, η ίδια η φύση της Ε.Δ.Ε., η οποία αποσκοπεί στην συλλογή στοιχείων για την τέλεση της πράξης, αποκλείει την αναστολή της, αφού πρέπει η προδικαστική έρευνα να γίνεται όσο το δυνατόν ταχύτερα, ενώ αποκλείεται καταρχάς κάθε λόγος «αναστολής» της. Συνεπώς, η ευχέρεια των αρμοδίων οργάνων κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη όσον αφορά την «αναστολή ενόψει της ποινικής δίκης» μπορεί να τοποθετηθεί μόνον μετά την διενέργεια της Ε.Δ.Ε., και εφόσον δεν προκύπτει το εμφανώς αβάσιμο της κατηγορίας, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση οφείλουν να θέσουν την υπόθεση στο αρχείο[5].
12. Η ταχεία διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, οριζομένης στον νόμο ως ανεξάρτητης από την ποινική, ενδείκνυται ενόψει της ανάγκης της Υπηρεσίας να εκκαθαρίζεται η υπηρεσιακή κατάσταση των Αστυνομικών από αβάσιμες εκκρεμότητες. Αποτελεί συνήθη πρακτική στο κοινό ποινικό δίκαιο η κατάθεση αβασίμων μηνύσεων, προς τον σκοπό πιέσεως του μηνυομένου, προ του κινδύνου αβάσιμης ποινικής δίωξης, ενδεχομένως και καταδίκης. Η πρακτική αυτή είναι ιδίως συνηθισμένηστις οικογενειακές διαφορές. Ο Εισαγγελικός έλεγχος για την άσκηση της ποινικής δίωξης είναι πολύ περιορισμένος, ενόψει του τεραστίου όγκου μηνύσεων που κατατίθενται. Μάλιστα, ο ίδιος Εισαγγελέας που άσκησε την ποινική δίωξη δικαιούται και υποχρεούται, εάν από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, να προτείνει την αθώωσή του. Στην δικαστηριακή πράξη, μια μήνυση, ιδίως για πράξεις όπως η «συκοφαντική δυσφήμηση» (κατ’ άρθρο 363 Π.Κ.) συχνότατα οδηγεί σε άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς η τελευταία να περιέχει κάποια ουσιαστική κρίση για την βασιμότητά της. Οδηγεί, δε, συχνά, σε πολυετές στάδιο άκαρπων προσελεύσεων των διαδίκων (κατηγορουμένων, πολιτικώς εναγόντων), καθώς και των μαρτύρων τους, στα υπερφορτωμένα ποινικά δικαστήρια. Επιπλέον, με την τακτική των καταχρηστικών μηνύσεων (συνηθέστατη στην δικαστηριακή πρακτική) ο Αστυνομικός καθίσταται ιδιαιτέρως ευάλωτος στην εξωϋπηρεσιακή του ζωή, αφού ο κάθε ένας, ο οποίος έχει μαζί του οποιαδήποτε διαφορά (τέτοιες είναι κατ’ εξοχήν οι οικογενειακές υποθέσεις) μπορεί να ενεργήσει ως κακόπιστος ψευδομηνυτής, προκειμένου να τον καθηλώσει, να τον βλάψει υπηρεσιακά, καταθέτοντας κατά συρροήν ψευδείς μηνύσεις επί παντόςεπιστητού.Τέτοια συμπεριφορά, στρεφομένη, αμέσως, κατά του Αστυνομικού, στρέφεται, εμμέσως, και κατά της Υπηρεσίας, αφού τα στελέχη και οι ευσυνείδητοι και νομοταγείς υπάλληλοι της τελευταίας δεν πρέπει να θεωρηθούν αναλώσιμοι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν οι ρυθμοί της ποινικής δικαιοσύνης είναι βραδείς, όπως έχει κατ’ επανάληψη διαπιστωθεί, και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και εάν η πρακτική των Ελλήνων δικαζομένων είναι καταχρηστική, και μάλιστα ένας αντίδικος σε μια αστική διαφορά μπορεί, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, καταχρώμενος τις δικονομικές του δυνατότητες, να καταθέτει καταχρηστικές ψευδομηνύσεις κατά του Αστυνομικού, προκειμένου να τον βλάψει υπηρεσιακώς, η Υπηρεσία έχει συμφέρον ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ καινόμιμη υποχρέωση να εκκαθαρίσει γρήγορα την υπόθεση ώστε, εάν ηκατηγορία είναι μεν βάσιμη, να την παραπέμψει στο αρμόδιο Συμβούλιο (το οποίο, εφόσον κρίνει, θα αναστείλει την διαδικασία υπό τους περιορισμούς του άρθρου 48 Π.Δ. 120/2008), εάν, όμως, είναι αβάσιμη, θα την αρχειοθετήσει, πολλώ μάλλον εφόσον η αρχειοθέτηση τελεί υπό την νόμιμη αίρεση της «επανάληψης» του άρθρου 49 Π.Δ. 120/2008.
Για τους λόγους αυτούς
Η γνώμη μου είναι
Ότι, κατά τις διατάξεις του Π.Δ. 120/2008, όταν ασκείται ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο, ταυτόχρονα,αξιολογείται πειθαρχικώς και με βάση το πειθαρχικό δίκαιο του Αστυνομικού Προσωπικού, η αρμόδια Αστυνομική Αρχή, στην οποία θα περιέλθει επίσημη ανακοίνωση της ποινικής δίωξης, είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει Ε.Δ.Ε. κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 του ιδίου Π.Δ. Τυχόν αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, κατ’ άρθρο 48 παρ. 3 του αυτού Π.Δ., μπορεί αποφασιστεί, με ειδική αιτιολόγηση, μετά την διεξαγωγή της Ε.Δ.Ε., και μόνον εφόσον από αυτήν έχουν προκύψει αποχρώσες ενδείξεις ότι τελέστηκε πειθαρχικό αδίκημα. Η Ε.Δ.Ε. διεξάγεται χωρίς καμία δέσμευση από την τυχόν παράλληλα τρέχουσα ποινική δίκη, εκτός από την περίπτωση που στην τελευταία θα υπάρξει ποινική αμετάκλητη απόφαση, οπότε η όλη πειθαρχική διαδικασία δεσμεύεται ουσιαστικά και μόνον στα όρια που θέτει το άρθρο 48 παρ. 2 Π.Δ. 120/2008.
Νέο Ηράκλειο, Δεκέμβριος του 2015
Ο Γνωμοδοτών δικηγόρος
[1] Πρόκειται για γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου γενικότερα, η οποία θεσπιζόταν ρητά επίσης και κατά τους προϊσχύσαντες κώδικες υπηρεσιακής κατάστασης που ενσωμάτωναν στις διατάξεις τους πειθαρχικά δίκαια. Έτσι, λ.χ., στο προϊσχύσαν υπαλληλικό δίκαιο του Ν. 2683/1999, η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι της ποινικής ή άλλης δίκης θεσπίζεται ρητά στο άρθρο 114 παρ. 1. Ανάλογα, όσον αφορά το πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων Ο.Τ.Α., στον παλαιότερο κώδικα, Ν. 1188/1981, η αυτοτέλεια της ποινικής δίκης από την πειθαρχική διαδικασία θεσπίζεται στα άρθρα 168 και 171, και στον νεότερο Ν. 3584/2007 στα άρθρα 118 και 119. Πρόκειται, συνεπώς, για γενικότερη αρχή του πειθαρχικού δικαίου, η θεμελίωση του οποίου είναι συνταγματικής τάξεως, στηριζόμενη στην αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» (άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, 7 της ΕΣΔΑ κ.τ.λ. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται αναλογικώς στο πειθαρχικό δίκαιο, λ.χ., στο πλαίσιο του Π.Δ. 120/2008 η αναλογική εφαρμογή του στηρίζεται στο άρθρο 8, και ανάλογα σε ειδικές διατάξεις στα λοιπά πειθαρχικά δίκαια. Ύστατο συνταγματικό θεμέλιο της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» είναι η ανθρώπινη αξία, αφού ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξία επιβάλλει ότι κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί για πράξη του εάν δεν γνωρίζει από τα πριν (με νόμο προγενέστερο της πράξης, γραπτό, βέβαιο κ.τ.λ.) ότι η πράξη αυτή επισύρει κυρώσεις, είτε ποινικές, είτε πειθαρχικές. Η συνταγματική αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» εφαρμόζεται ιδιαιτέρως όσον αφορά την ποινική δίκη (η ποινική συνέπεια της πράξης προβλέπεται από το ποινικό δίκαιο) και όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία (η πειθαρχική ποινή προβλέπεται από τον πειθαρχικό δίκαιο). Τυχόν εξάρτηση της ποινικής από την πειθαρχική δίκη θα ενέκλειε τον εξής κίνδυνο: να τιμωρηθεί ο υπάλληλος ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ με βάση νόμο ΠΟΙΝΙΚΟ, λόγω στρεβλής εφαρμογής από τα πειθαρχικά όργανα της αντίληψης ότι τα δικαστήρια, λόγω του κύρους τους, «έκριναν καλύτερα» την πράξη και τις συνέπειές της (μια αντίληψη η οποία συνιστά «σφάλμα σκέψης ενώπιον τηςαυθεντίας», διεθνώς γνωστή ως authoritybias). Συναφώς, η πειθαρχική διαδικασία, ως διαδικασία διοικητική, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος αποτελεί πολιτειακή υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λ.χ. με προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ, με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου κ.τ.λ., ανάλογα με την περίπτωση. Είναι το διοικητικό δικαστήριο, και μόνον εκ των υστέρων, και όχι το ποινικό δικαστήριο, και μάλιστα προληπτικά, το οποίο «ελέγχει» την πειθαρχική διαδικασία. Ένα δεύτερο συνταγματικό θεμέλιο της ανεξαρτησίας της ποινικής από την πειθαρχική διαδικασία προκύπτει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος. Η πειθαρχική διαδικασία συνιστά διοικητική λειτουργία, και ασκείται από την διοίκηση, τα δε δικαστήρια επιλαμβάνονται μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής πράξης, για τον νόμιμο έλεγχο. Τυχόν «απόλυτη» εξάρτηση της πειθαρχικής διαδικασίας από την ποινική δίκη θα ενέκλειε τον κίνδυνο της εξωθεσμικής, παράνομης και αντισυνταγματικής δέσμευσης της διοίκησης από μια προγενέστερη δικαστική διαδικασία, όπως είναι η ποινική δίκη.
[2]Η εγκύκλιος ΔΙΔΑΔ/Φ.69/55/9899/15-4-2014 (ΑΔΑ: ΒΙΗΝΧ-ΧΧ5) του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ε.Δ.Ε. δεν αναστέλλεται λόγω της εκκρεμότητας ποινικής υπόθεσης, ενόψει του ότι δεν αποτελεί έναρξη πειθαρχικής δίωξης. Το σκεπτικό αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο πειθαρχικό δίκαιο του αστυνομικού προσωπικού, όπως ορίζεται στο Π.Δ. 120/2008, ενόψει της διαφοράς όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της διαταγής Ε.Δ.Ε. μεταξύ των δύο νομοθετημάτων. Η εξέταση του ζητήματος, συνεπώς, προκειμένου περί του αστυνομικού προσωπικού θα πρέπει να στηριχτεί απευθείας στις διατάξεις του Π.Δ. 120/2008.
[3]Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Π.Δ. 120/2008 προβλέπεται η άσκηση Ε.Δ.Ε. «που δεν συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης» σε ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση την οποία αφορά το ερώτημα που μου ετέθη.
[4]Σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 6 Ν. 407/2012, επί δημοσίων υπαλλήλων, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ` αυτού. Ανάλογη διάταξη δεν περιέχεται στο Π.Δ. 120/2008, κάτι το οποίο θα θεωρηθεί κενό του νόμου, το οποίο μπορεί να συμπληρωθεί, είτε με απευθείας εφαρμογή της γενικότερης διάταξης που ισχύει επί δημοσίων υπαλλήλων, είτε με αναλογική εφαρμογή της. Σε κάθε περίπτωση, από καμία διάταξη δεν απαγορεύεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ενημερώσει την υπηρεσία του αστυνομικού για την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αφού και λόγοι δημοσίου συμφέροντος προκύπτουν προς τούτο. Από τη στιγμή που η ποινική υπόθεση περιέρχεται εις γνώση των αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων του αστυνομικού, όμως, τα τελευταία κρίνουν την υπόθεση με τα δικά τους κριτήρια, τα οποία απορρέουν από τον υπηρεσιακό χαρακτήρα της πειθαρχικής ευθύνης, χωρίς να δεσμεύονται από τις εισαγγελικές πιθανολογήσεις και κρίσεις, ούτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα οποία επίσης κρίνονται ελευθέρως. Αυτό που τονίζεται, στο σημείο αυτό, είναι ότι ο Εισαγγελέας δεν ενεργεί ως προϊστάμενος των αστυνομικών οργάνων, ούτε δίνει εντολή πειθαρχικής δίωξης, αλλά απλώς ενημερώνει την αστυνομική Υπηρεσία, από υπηρεσιακό δικό του καθήκον. Αποτελεί, κατά τούτο, μια πηγή γνώσης της Υπηρεσίας, εκτιμώμενη ελευθέρως, όπως και κάθε άλλη.
[5]Ο οριακός χαρακτήρας της Ε.Δ.Ε., η οποία σε ορισμένους κώδικες, και κατά περίπτωση, συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης, σε ορισμένους όχι (βλ. παραπάνω, υποσημείωση ενότητας Α), σχετίζεται ακριβώς με την επείγουσα φύση της. Ο ορισμός του υπαλληλικού δικαίου ότι η Ε.Δ.Ε. δεν συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης διευκολύνει τα αρμόδια όργανα να την ενεργήσουν άμεσα, χωρίς να δεσμεύονται διαδικαστικά για τα επόμενα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο ορισμός του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού κατ’ άρθρο 21 παρ. 2 περ. β) Π.Δ. 120/2008, ότι έκδοση διαταγής για την διενέργεια Ε.Δ.Ε. για την διάπραξη σοβαρότερων πειθαρχικών αδικημάτων συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης σκοπεί με ακόμα εντονότερο τρόπο στον ίδιο σκοπό: όχι μόνον η συλλογή καιπρώτη εκτίμηση στοιχείων (Ε.Δ.Ε.), αλλά και η ίδια η περαιτέρω πειθαρχική διαδικασία διεξάγοντα με ταχείς ρυθμούς, ώστε κατά το δυνατόν να μην υφίσταται πειθαρχική εκκρεμότητα εις βάρος εν ενεργεία αστυνομικού υπαλλήλου. Τούτο, βεβαίως, έχει ιδιαίτερη σημασία επί αβασίμων πειθαρχικών υποθέσεων, οι οποίες πρέπει να αρχειοθετούνται σε σύντομες προθεσμίες. Όμως, ανάλογη σημασία έχει και επί βασίμων πειθαρχικών κατηγοριών, αφού στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να λαμβάνονται τα ανάλογα διοικητικά μέτρα και να επιβάλλονται οι ανάλογες πειθαρχικές ποινές, ώστε να μην παραμείνει σε υπηρεσιακή εκκρεμότητα αστυνομικός ο οποίος τυχόν βαρύνεται με βάσιμες πειθαρχικές κατηγορίες.
skaythess.gr ΣΚΑΥ | «δίπλα στον συνάδελφο»