Τελευταίες Ειδήσεις
Αρχική / Aπόψεις / Άρθρα / Επέμβαση αστυνομικού σε αρχείο πειθαρχικού ελέγχου συναδέλφου του

Επέμβαση αστυνομικού σε αρχείο πειθαρχικού ελέγχου συναδέλφου του

Επέμβαση αστυνομικού σε αρχείο πειθαρχικού ελέγχου συναδέλφου του – AΠ 667/2014 (Ποιν.)

Παράνομη επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων – άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997
Περίληψη: Καταδίκη για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 του κατηγορούμενου αστυνομικού, ο οποίος έκανε επέμβαση σε απόρρητο αρχείο της υπηρεσίας του, παρέλαβε αυτοβούλως έγγραφα από τον πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντος, αναφερόμενα σε πειθαρχική υπόθεση του τελευταίου που είχε χειρισθεί στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, αναπαράγοντάς τα με φωτοτύπηση, και στη συνέχεια, τα προσκόμισε προς τον διενεργούντα προκαταρκτική εξέταση σε βάρος του, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω αρχείου για να του χορηγηθούν τα επίμαχα έγγραφα, ως απολύτως πρόσφορα και αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον των δικαστικών αρχών, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του Ν. 2472/1997.
ΑΡΙΘΜΟΣ 667/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

…….
Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) … γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή νομικό πρόσωπο δημοσίου, δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, στ) …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, θ) “τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο “επεξεργασίας” τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Στο άρθρο 3 ότι : “1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περ
ιληφθούν στο αρχείο. 2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών”. Στο άρθρο 4 ότι:”1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ)… Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας … . Στο άρθρο 5 ότι:”1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2.Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … β) … γ) … δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του ίδιου νόμου, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα επίσης δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος. Τέλος, τα δεδομένα πρέπει να έχουν συλλεχθεί νομίμως, με έγγραφη, δηλαδή, αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο άρθρο 11 ορίζεται ότι: “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β)τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης. 2. … 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς …”.
Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ’ αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητας τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του ν. 2472/97 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στη τήρηση “Αρχείων προσωπικών δεδομένων”. Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχής σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ.2 η διατήρηση “Αρχείου” χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, κατά την παρ.3 ή χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια από αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “Αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ αρθρ.2 περ. ε’, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων που είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο ή συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικό με ποινικές διώξεις ή καταδίκες και γ) επενέργεια επέμβαση του υπαιτίου σε “αρχείο” με την έννοια της διερεύνησης-πρόσβασης στις εγγραφές που περιλαμβάνει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του ν. 2690/99 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) “κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών έγγραφων που φυλάσσονται στις δημοσιές υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που του έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, “διοικητικών”, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται : α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν πρόκειται για πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν. 5. Η άσκηση του
κατά τις παρ. 1 και 2 δικαιώματος γίνεται με την επιφύλαξη της ύπαρξης τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας”. Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 2713/1999, ορίζεται ότι: 1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ονομάζεται “Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων” και έχει έδρα το νομό Αττικής … 2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη σε όλη την επικράτεια: α. Των εγκλημάτων που διαπράττουν ή συμμετέχουν σ’ αυτά αστυνομικοί όλων των βαθμών, συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134-137Δ, 216-222, 235-246, 252-263Α, 322-324, 336-353, 372-399 και 402-406 του ΠΚ … β. Των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα … 3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διερευνά, συλλέγει, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη των εν λόγω εγκλημάτων, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατ’ αρθρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ για τη βεβαίωση τους και παραπέμπει τους υπαιτίους στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή. Όταν ο Εισαγγελέας παραγγέλλει, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 50 παρ. 2 του ΚΠΔ, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, για τα εγκλήματα της προηγούμενης παραγράφου, δύναται να αναθέτει την ενέργεια αυτής στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία όλων των αστυνομικών υπηρεσιών και των άλλων αρχών ή υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα…4. Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή ή μη του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που, δικάζοντας κατ’ έφεση, εξέδωσε αυτή, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικό κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα πρακτικό της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι Αστυνόμος με τον βαθμό Β’, υπηρετούσε από τον Αύγουστο 2002 στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ στην Αθήνα και ειδικότερα στο 4° Γραφείο του 1ου Τμήματος της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού/ΑΕΑ με αντικείμενο τις πειθαρχικές υποθέσεις Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και ως εκ της ιδιότητας του αυτής, είχε πρόσβαση στο Αρχείο που είχε νομίμως συσταθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/1999 και όπου τηρούνταν οι απόρρητοι ατομικοί φάκελοι των Αξιωματικών του Σώματος της ΕΛΑΣ. Στις 4-8-2006, διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του, κατόπιν των υπ’ αριθμ. Β-06/1916/18-6-2006 και 27-6-2006 παραγγελιών του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για τυχόν διάπραξη εκ μέρους του παράβασης καθήκοντος (άρθρ. 259 ΠΚ), κλήθηκε στην Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων/ΑΕΑ από τον διενεργούντα αυτήν Αστυνόμο Β’, Δ. Λ. προς παροχή, ανωμοτί, εξηγήσεων. Ειδικότερα, οι εξηγήσεις αυτές αφορούσαν το γεγονός που είχε λάβει χώρα στις 10-8-2001 και ώρα 13.30’ εντός του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δάφνης σχετικά με την εκπυρσοκρότηση υπηρεσιακού οπλοπολυβόλου MP 5 στα χέρια του ειδικού φρουρού Π. Α. που υπηρετούσε στο AT Δάφνης και εκτελούσε υπηρεσία σκοπού στο ανωτέρω Ταμιευτήριο και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει ο Αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ. Ν. (εγκαλών) στις από 13-5-2006 και 25-7-2006 ένορκες καταθέσεις του στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ και στην από 30-5-2006 αναφορά του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά και σε προγενέστερες αναφορές του, το όπλο αυτό δεν ήταν το υπ’ αριθμ. C274277 ΜΡ5, που ήταν χρεωμένο στον άνω ειδικό φρουρό, αλλά ήταν το υπ’ αριθμ. C234795 ΜΡ5 που ήταν χρεωμένο από το AT Δάφνης στον αρχιφύλακα Ι. Β. ο οποίος, αν και, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού στο κτίριο της ΔΟΥ Δάφνης, είχε μεταβεί προ ολίγου στο ανωτέρω Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και είχε εμπιστευθεί το όπλο του για φύλαξη στον προαναφερθέντα ειδικό φρουρό για να απομακρυνθεί από τη θέση του και ότι αυτός (κατηγορούμενος), αν και γνώριζε όλα τα παραπάνω για τα οποία διενήργησε Ένορκη Διοικητική Εξέταση τα απέκρυψε και δεν αποκάλυψε την αλήθεια, σε αντίθεση, τόσο με το πόρισμα της από 22-4-2004 συμπληρωματικής ΕΔΕ που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το όπλο που εκπυρσοκρότησε ήταν του Ι. Β., όσο και με την από 24-12-2003 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία το όπλο που εκπυρσοκρότησε “θα πρέπει” να ήταν του Β.. Ο κατηγορούμενος, κατά την ανωμοτί εξέταση του ενώπιον του άνω προανακριτικού υπαλλήλου, ισχυρίστηκε ότι διενήργησε και περαίωσε την ΕΔΕ σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του, ότι ο αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ.Ν. (εγκαλών) ουδέποτε εξετάστηκε ως μάρτυρας για την εν λόγω υπόθεση, ούτε υπέβαλε στην υπηρεσία του έγγραφη αναφορά για το προαναφερθέν συμβάν ώστε αυτή να αποτελέσει εφαλτήριο Διοικητικής Ανάκρισης και ούτε προέβη στον πειθαρχικό έλεγχο των υφισταμένων του για τα παραπτώματα που ισχυρίζεται ότι διέπραξαν, περαιτέρω δε ότι αυτός (Γ.Ν.) υπέβαλε τις παραπάνω αναφορές μετά παρέλευση σχεδόν πέντε ετών από το προαναφερθέν γεγονός και τούτο έπραξε διότι αυτός (κατηγορούμενος) χειρίστηκε προσφυγή του κατά ποινής προστίμου που του επιβλήθηκε από τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής, υπονοώντας προφανώς ότι ο εγκαλών κινήθηκε εναντίον του κατά τον άνω τρόπο ωθούμενος από εκδικητικά κίνητρα. Προς απόδειξη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού του εγχείρισε στον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση οκτώ (8) έγγραφα, συνταχθείσης προς τούτο της από 4-8-2006 έκθεσης εγχειρίσεως εγγράφων, ήτοι τα παρακάτω: 1) το υπ’ αριθμ. 222187/6/17-η’ από 28-11-2005 έγγραφο του Γραφείου Αξιωματικών του Τμήματος Αστυνομικού Προσωπικού του Επιτελείου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής που υπέγραφε ο Γεν. Αστυν. Διευθυντής Αττικής Β. Τ., προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδο Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυν

Δείτε επίσης

Τιμή και δόξα στην Ελληνική Αστυνομία

Του δρος Κωνσταντίνου Δούβλη Για τους αναγνώστες μου, δεν είναι μυστικό ότι αγαπώ την έννομη …