Τελευταίες Ειδήσεις
Αρχική / Επικαιρότητα / Βαριά σωματική βλάβη, άρθρο 310 του Π.Κ.

Βαριά σωματική βλάβη, άρθρο 310 του Π.Κ.

Η ανάλυση της ιδιαίτερα δύσκολης κατηγορίας των Σωματικών Βλαβών (άρθρα 308 έως 315Α του Ποινικού Κώδικα) συνεχίζεται από τον έγκριτο νομικό και καθηγητή ποινικού δικαίου, κ. Νικόλαο ΔΕΡΜΕΝΟΥΔΗ, και αυτή τη φορά σας παραθέτουμε την ανάλυση του άρθου 310 του Ποινικού Κώδικα που αφορά την Βαριά σωματική βλάβη

Άρθρο 310

Βαριά σωματική βλάβη

 

1.    Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών. Ο υπαίτιος της πράξεως του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών αν ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

2.    Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη  προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.

3.    Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

 

1.   Έννοια

Βαριά σωματική βλάβη διαπράττει εκείνος, ο οποίος εκ προθέσεως προξενεί σε άλλον απλή μεν σωματική βλάβη σύμφωνα με το αρ. 308 ΠΚ (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας), έχει όμως ως επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος.

 

2.   Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Προστατεύεται κυρίως το έννομο αγαθό της υγείας, ενώ συμπροστατεύεται και το έννομο αγαθό της ζωής, εφόσον ως πρώτη περίπτωση βαριάς σωματικής βλάβης τυποποιείται η πρόκληση συγκεκριμένου κινδύνου για την ζωή του παθόντος.

 

3.   Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος

Το αρ. 310 ΠΚ τυποποιεί δύο διακεκριμένα εγκλήματα σε σχέση με το βασικό έγκλημα του αρ. 308 ΠΚ

α) ένα σχετικά διακεκριμένο έγκλημα βαριάς σωματικής βλάβης που αποτελεί εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα (αρ. 310 § 1 ΠΚ) και

β) ένα απόλυτα διακεκριμένο έγκλημα σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ).

Κατά τα λοιπά, η βαριά σωματική βλάβη του αρ. 310 ΠΚ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα με το έγκλημα του αρ. 308 ΠΚ, είναι δηλαδή έγκλημα κοινό, απλό, γνήσιο πολύτροπο υπαλλακτικώς ή διαζευτικώς μικτό, βλάβης, συγκεκριμένης διακινδύνευσης ζωής, αποτελέσματος (ουσιαστικό), στιγμιαίο μη ιδιόχειρο.

 

 

4.     ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΒΑΡΙΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ (αρ. 310 § 1 ΠΚ).

 

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ (αρ. 7 § 1Σ)

Αποτελείται από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 

Α) Αντικειμενική υπόστασητου εγκλήματος

α) Υποκείμενο του εγκλήματος

Εφόσον το έγκλημα είναι κοινό, δράστης αυτού μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.

β) Υλικό αντικείμενο της πράξεως

Είναι ο άλλος άνθρωπος. Η αυτοπροσβολή της υγείας δεν αποτελεί αξιόποινη πράξη, εκτός εάν εμπίπτει στο εύρος του αρ. 203 ΠΚ.

γ) Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)

γ1) Σε τι συνίσταται η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού

Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού, συνίσταται στην πρόκληση απλής σωματικής βλάβης (σωματική κάκωση ή βλάβη υγείας), η οποία όμως είχε ως επακόλουθο βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας του παθόντος. Αξιώνοντας ο νόμος να είναι η βαριά σωματική βλάβη επακόλουθο της πράξεως του αρ. 308 ΠΚ, φαίνεται να εισάγει μια τυπική περίπτωση εγκλήματος εκ του αποτελέσματος (αρ. 29 ΠΚ), μιας δηλαδή συνθέσεως ενός αυτοτελούς τιμωρούμενου βασικού εγκλήματος δόλου (εκείνου του αρ. 308 ΠΚ) και ενός παραπέρα αιτιωδώς προκαλούμενο βαρύτερο και οφειλόμενου σε αμέλεια – αποτελέσματος (της βαριάς σωματικής βλάβης).

Το βασικό έγκλημα, δηλαδή η απλή σωματική βλάβη (αρ. 308 § 1 ΠΚ), δύναται να είναι οποιαδήποτε (απλή σωματική βλάβη – αρ. 308 § 1 εδ. α ΠΚ, όλως ελαφρά σωματική βλάβη – αρ. 308 § 1 εδ. β ΠΚ).

Αυτό συμβαίνει διότι κατά ρητή επιταγή του νόμου (αρ. 310 § 1 ΠΚ) βασικό έγκλημα δόλου είναι η πράξη του αρ. 308 ΠΚ. Επιπλέον, η γραμματική διατύπωση του αρ. 310 § 1 ΠΚ ευνοεί αναμφίβολα την εκδοχή αυτή, αφού ο όρος «πράξη του αρ. 308 ΠΚ»  σαφώς περιλαμβάνει και τη συγκεκριμένη προνομιούχα παραλλαγή.

 Υποστηρίζεται όμως ότι σύμφωνα με άλλη άποψη, η απλή σωματική βλάβη πρέπει να έχει μόνο το χαρακτήρα του αρ. 308 § 1, εδ. α, ΠΚ – απλή σωματική βλάβη).

Το παραπέρα αιτιωδώς προκαλούμενο και βαρύτερο αποτέλεσμα, έχει ως περιεχόμενο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του σώματος του θύματος.

Ο όρος «πάθηση» εστιάζει στην αλλοίωση της λειτουργίας κάποιου οργάνου του σώματος ή της ψυχικής υγείας και υποδηλώνει ότι δεν αρκεί απλώς μια σωματική κάκωση.

γ2) Σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του σώματος

Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του σώματος σύμφωνα με το αρ. 310 § 2 ΠΚ υπάρχει στις ακόλουθες ενδεικτικά και διαζευτικά διατυπωμένες περιπτώσεις.

·      Όταν προκλήθηκε κίνδυνος για τη ζωή του θύματος,

·      όταν προκλήθηκε βαριά και μακροχρόνια αρρώστια στο θύμα,

·      όταν προκλήθηκε σοβαρός ακρωτηριασμός του θύματος και

·      όταν εμποδίστηκε με άλλο τρόπο σημαντικά και για πολύ καιρό το θύμα να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.

Στη φάση αυτή, εκείνο το οποίο κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί είναι ότι, η διαζευτική διατύπωση των εν λόγω περιπτώσεων στο νόμο έχει την έννοια ότι, και από μόνη της η κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές είναι ικανή να στοιχειοθετήσει το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης στο αρ. 310 § 1, 3 ΠΚ. Αναφορικά με την έννοια του όρου «ιδίως» ο νομοθέτης εννοεί ότι εκτός από τις τυποποιημένες αυτές περιπτώσεις, στην έννοια της βαριάς σωματικής ή διανοητικής πάθησης, μπορούν να υπαχθούν και άλλες ανάλογες ή συναφείς περιπτώσεις.

γ2.1) Πρόκληση κινδύνου για τη ζωή του θύματος

Το συγκεκριμένο έγκλημα στη μορφή αυτή, είναι σαφές ότι έχει χαρακτήρα βλάβης του έννομου αγαθού της ζωής. Το στοιχείο όμως του κινδύνου ζωής χρησιμοποιείται, όπως είναι γνωστό, και για τη διάπλαση της διακεκριμένης παραλλαγής της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (αρ. 309 ΠΚ).  Σε αντίθεση με τη μορφή αυτή της σωματικής βλάβης, όπου ο κίνδυνος παράγεται από τον επικίνδυνο τρόπο τελέσεως της πράξεως στο αρ. 310 § 1 ΠΚ, είναι επικίνδυνο για τη ζωή το αποτέλεσμα, δηλαδή η προκληθείσα βλάβη της υγείας.

Στο αρ. 309 ΠΚ ο νόμος απαιτεί δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για τη ζωή του θύματος, ενώ στο αρ. 310 § 1 ΠΚ  πρόκληση κινδύνου ζωής. Ο κίνδυνος στην προκειμένη περίπτωση είναι αμεσότερος, εγγύτερος, σοβαρότερος, όχι μιας επικίνδυνης στιγμής, αλλά μιας επικίνδυνης φάσης που προκλήθηκε από το δράστη έτσι ώστε το θύμα να χαροπαλεύει, να ευρίσκεται δηλαδή μεταξύ ζωής και θανάτου. Η φύση του κινδύνου αυτή, δικαιολογεί και τη θεώρηση του εγκλήματος ως παραπέρα – βαρύτερου αποτελέσματος με την έννοια του αρ. 29 ΠΚ.

Με βάση την τελευταία αυτή θέση είναι σαφές ότι οι περιπτώσεις:

·      σφίξιμο του λαιμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δυνατότητας κινδύνου στραγγαλισμού

·      ώθηση στο νερό κάποιου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δυνατότητας πνιγμού, αποτελούν πραγμάτωση της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (αρ. 309 ΠΚ).

Αντίθετα, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, που χτύπησε με τσεκούρι τον Θ στο κεφάλι και προκάλεσε σ’ αυτόν κάταγμα του κρανίου και τρώση του εγκεφάλου, όπου για να σωθεί ο Θ χρειάστηκε να υποβληθεί σε λεπτή και πολύωρη χειρουργική επέμβαση, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 1 ΠΚ – πρόκληση κινδύνου για τη ζωή του θύματος).

Ομοίως, έγινε δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του αρ. 310 § 1,2 ΠΚ στη μορφή που ερευνούμε, σε βάρος εκείνου που:

·      με διπλό πυροβολισμό προκάλεσε θλαστικό τραύμα στην αριστερή κνήμη και διαμπερές τραύμα στο θώρακα, όπου κατέστησαν αναγκαία τη νοσηλεία του παθόντος για ένα πεντάμηνο,

·      με πυροβολισμό έπληξε τους μηρούς και τα γεννητικά όργανα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ακατάσχετης αιμορραγίας των κακώσεων, τη μεταφορά σε νοσοκομείο και την υποβολή σε νοσηλεία για χρονικό διάστημα 13 ημερών.

Επιστρέφοντας στην αφετηρία των σκέψεων αυτών, διαπιστώνουμε ότι για να τιμωρήσει ο νομοθέτης τον δράστη με βαρύτερη ποινή του αρ. 310 ΠΚ, θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί από τη σωματική βλάβη πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή του θύματος και για το λόγο αυτό διαπλάθει το έγκλημα, στο σημείο αυτό, ως έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Η σωματική βλάβη που προκλήθηκε στο θύμα, θα πρέπει να ήταν τέτοιας μορφής, ώστε να ανέτρεψε, έστω και για ελάχιστο χρόνο τη φυσιολογική λειτουργία κάποιου ζωτικού οργάνου του θύματος, το οποίο κινδύνεψε έτσι να πεθάνει αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή.

Ο παθών στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεπεία σωματικής βλάβης θα πρέπει να πλησιάζει το θάνατο σε ορισμένη στιγμή. Για την ύπαρξη του κινδύνου ζωής είναι αδιάφορη ή μικρή ή μακρά διάρκεια της νοσηλείας από τη βλάβη. Ο χαρακτήρας της προσβολής δεν μεταβάλλεται σε περίπτωση παρουσίας κάποιου ιατρού, ο οποίος αποτρέπει τον κίνδυνο.

γ2.2) Πρόκληση βαριάς και μακροχρόνιας αρρώστιας

Από τη διατύπωση του νόμου που είναι συμπλεκτική και όχι διαζευτική, συνάγεται με σαφήνεια ότι η αρρώστια πρέπει να είναι και βαριά και μακροχρόνια.

Το πότε μία αρρώστια είναι βαριά και μακροχρόνια δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν, με γενικούς δηλαδή κανόνες σε αφηρημένο επίπεδο.

Αρρώστια συνιστά κάθε αλλοίωση προς το χειρότερο της φυσιολογικής μορφής ή λειτουργίας ορισμένου ανθρώπινου οργάνου ή ιστού, που ενεργοποιεί τη σχετική αντίδραση του οργανισμού στην αλλοίωση αυτή (σωματική αρρώστια), καθώς επίσης κάθε διατάραξη της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (ψυχική αρρώστια). Δεν ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκε η αρρώστια αυτή, ούτε ο χαρακτήρας της, αν δηλαδή είναι θεραπεύσιμη ή αθεράπευτη.

Βαριά θεωρείται η αρρώστια, όταν ανατρέπει σε τόσο σημαντικό βαθμό την αδιατάρακτη συλλειτουργία των οργάνων του ανθρώπου, ώστε να δημιουργεί τελικά μια σοβαρή κατάπτωση του οργανισμού, συνήθη συμπτώματα της οποίας είναι οι δυνατοί πόνοι ή άλλες αφόρητες ενοχλήσεις.

Μακροχρόνια είναι η αρρώστια η οποία, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών και του είδους της, διαρκεί πολλές ημέρες. Πόσες ημέρες πρέπει να είναι αυτές, κρίνεται αυτό από το δικαστήριο.

Έτσι, γίνεται δεκτό ότι μια ολιγοήμερη αφασία είναι μακροχρόνια, κατά την έννοια όμως του νόμου, δεν είναι μακροχρόνια μια ίσης διάρκειας ακινητοποίηση του χεριού.

Για το ζήτημα όμως της βαριάς και της μακροχρόνιας αρρώστιας (δεν αρκεί να είναι μόνο βαριά ή μόνο μακροχρόνια), υποστηρίχθηκε και άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, ο μεν όρος «βαριά» θα ερμηνευθεί ως σοβαρή – σημαντική κατάπτωση του οργανισμού, ο δε όρος μακροχρόνια, να ιδωθεί ως συνάρτηση της φύσεως και της εντάσεως της αρρώστιας μεταβαλλόμενος νοηματικά κατά περίπτωση.

γ2.3) Πρόκληση σοβαρού ακρωτηριασμού του θύματος

Ο προβληματισμός στην προκειμένη περίπτωση έχει δύο σκέλη:

·        την έννοια του ακρωτηριασμού και

·        τη σοβαρότητα του ακρωτηριασμού.

 

γ2.3 (α). Έννοια του ακρωτηριασμού

Ακρωτηριασμός είναι καταρχήν η απότμηση (αποχωρισμός) των άκρων του σώματος, δηλαδή των χεριών ή των ποδιών. Συνιστά ακόμη ακρωτηριασμό και η αφαίρεση οποιουδήποτε εσωτερικού ή εξωτερικού μέλους του ανθρώπινου σώματος, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο σύνολο του οργανισμού.

Έτσι, στην έννοια του ακρωτηριασμού μπορεί να υπαχθεί η απώλεια του ματιού, της μύτης, του αφτιού, όπως επίσης και η απώλεια του νεφρού του πνεύμονα, των γεννητικών οργάνων (εξωτερικών ή εσωτερικών οργάνων) .

Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι, ο όρος ακρωτηριασμός δεν περιλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις φυσικού αποχωρισμού συγκεκριμένου μέλους από το ανθρώπινο σώμα (φυσικών ή τεχνιτών). Καλύπτει και τις μορφές εκείνες, όπου το μέλος είναι φυσικά υπαρκτό και λειτουργικά ανύπαρκτο. Εξάλλου, για σοβαρό ακρωτηριασμό δεν μπορεί να γίνει λόγος αν είναι δυνατή με ιατρική επέμβαση η πλήρης αποκατάσταση της λειτουργικής ικανότητας του πληγέντος μέλους του σώματος.

γ2.3 (β). Έννοια της σοβαρότητας του ακρωτηριασμού

Κριτήριο για την διαπίστωση της σοβαρότητας του ακρωτηριασμού είναι κατά ομόφωνη άποψη η γενικεύουσα θεώρηση, που αποβλέπει στην γενική χρησιμότητα και λειτουργικότητα του συγκεκριμένου μέλους του σώματος για κάθε άνθρωπο, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προσωπικές ιδιότητες του παθόντος και κυρίως οι ιδιαιτερότητες της επαγγελματικής ή κοινωνικής του ενασχόλησης.

Ο ακρωτηριασμός είναι σοβαρός όταν συνεπάγεται έκπτωση μιας σημαντικής λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος. Με άλλα λόγια, όταν η επέλευσή του καθιστά αδύνατη ή δυσχεραίνει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία του σχετικού οργάνου του σώματος. Η σοβαρότητα του ακρωτηριασμού η οποία πρέπει να συνδέεται με τη σπουδαιότητα της λειτουργίας του μέλους, μπορεί να επέλθει αμέσως εκ της σωματικής βλάβης, ως αναγκαίο και απαραίτητο επακολούθημα εγχειρήσεως είτε προς σωτηρία, είτε προς θεραπεία του παθόντος, αδιαφόρως αν δύναται να αποκατασταθεί δια τεχνικών μελών ή διά χειρουργικής επεμβάσεως.

 Έτσι, η αποκοπή της μύτης του θύματος καθιστά αδύνατη τη λειτουργία της όσφρησης και για το λόγο αυτό, αποτελεί σοβαρό ακρωτηριασμό.

γ2.3 (γ). Σοβαρότητα του ακρωτηριασμού σε συνάρτηση με την σπουδαιότητα του μέλους που χάνεται.

Για την αντιμετώπιση του παραπάνω ζητήματος υποστηρίχθηκαν θεωρητικά δύο (2) κατευθύνσεις – εκδοχές (απόψεις):

α’ κατεύθυνση – εκδοχή (άποψη)

Σύμφωνα με την κατεύθυνση – εκδοχή αυτή, σημασία έχει η γενική σπουδαιότητα η οποία συνδέεται με τη σημασία του μέλους για οποιονδήποτε άνθρωπο.

β’ κατεύθυνση – εκδοχή (άποψη)

Σύμφωνα με την κατεύθυνση – εκδοχή αυτή, σημασία έχει η ειδική σπουδαιότητα, αυτή δηλαδή που έχει σημείο αναφοράς τις ατομικές περιστάσεις, ιδιότητες και σχέσεις του συγκεκριμένου θύματος.

Σωστότερη από τις δύο κατευθύνσεις – εκδοχές  (απόψεις) θεωρείται η α’ περίπτωση για τους εξής λόγους:

Αν γίνει ακρωτηριασμός ενός δακτύλου από το πόδι ενός χορευτή μπαλέτου, η ενέργεια αυτή εμποδίζει το χορευτή να εκτελεί τα χορευτικά του προγράμματα. Είναι δεδομένο όμως ότι ένα πόδι που του λείπει κάποιο δάκτυλο, δεν έχει πάθει τόσο μεγάλη ζημιά ώστε να μειώνεται στην ουσία η χρησιμότητά του. Είναι δε προφανές ότι η αποκοπή ενός δακτύλου δεν επηρεάζει τη γενική χρησιμότητα και λειτουργικότητα του ποδιού οποιουδήποτε ανθρώπου.

Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών και με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις, εκείνο το οποίο προκύπτει ως συμπέρασμα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, η αποκοπή ενός δακτύλου του ποδιού δεν επηρεάζει και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό τη γενική λειτουργικότητα του ποδιού, οπότε και δεν μπορεί να γίνει λόγος για σοβαρό ακρωτηριασμό στη συγκεκριμένη περίπτωση του χορευτή.

γ2.4)  Σημαντική και μακροχρόνια παρεμπόδιση με άλλο τρόπο της χρήσης του σώματος ή της διάνοιας.

Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για γενική ρήτρα στην οποία υπάγονται ειδικώς, όλες οι περιπτώσεις αχρηστεύσεως ή δυσχεράνσεως της λειτουργίας των μελών και οργάνων εκείνων του σώματος, των οποίων η αποκοπή συνιστά σοβαρό ακρωτηριασμό.

 Εδώ θα πρέπει να υπαχθούν κατ’ ορθή εκτίμηση και οι περιπτώσεις της βαριάς παραμορφώσεως.

Ως παραμόρφωση νοείται η αλλοίωση της εν γένει εξωτερικής εμφανίσεως του παθόντος, όχι μόνο στο πρόσωπο αλλά και σε άλλα μέρη του σώματος. Είναι αδιάφορο αν το ελάττωμα δύναται να συγκαλυφθεί με τεχνητά μέσα (με ψευδή οδοντοστοιχία, με ψευδή μαλλιά) ή εάν με μεταγενέστερη εγχείριση επανακτισθεί, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της λαλιάς. Παραμόρφωση δύναται να υποστεί και παράμορφος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της εξόρυξης του τυφλού οφθαλμού.

Είναι δυνατό η παραμόρφωση να επιφέρει, όχι παντελή αλλά μερική στέρηση της χρήσεως του παραμορφωθέντος μέλους, εξαιτίας τυχόν δυσκαμψίας ή ημικαμψίας ή άλλης προφανούς μεταβολής της φυσικής καταστάσεως, σε εμφανές μέρος του σώματος, εκ των οποίων παρεμποδίζεται η κανονική λειτουργία ή εμφάνιση του μέλους.

Έτσι, παραμόρφωση αποτελεί η δια ξυραφιού ή δια ρίψεως βιτριολιού αυλάκωση του προσώπου ή η αγκύλωση του χεριού. Αν η παραμόρφωση δεν έχει σαν αποτέλεσμα τη σημαντική και μακροχρόνια παρακώλυση της χρήσεως του σώματος, υπάγεται στο αρ. 308 § 1 ΠΚ.

Έτσι, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω μπορεί κανείς να διατυπώσει τις ακόλουθες αναλύσεις.

Παρεμπόδιση με άλλο τρόπο της χρήσης του σώματος υπάρχει στην περίπτωση της παραμόρφωσης.

Αντίστοιχα, παρεμπόδιση της χρήσης της διάνοιας υπάρχει όταν το θύμα δε χάνει οριστικά, αλλά πρόσκαιρα κάποια σπουδαία ψυχοπνευματική λειτουργία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αμνησίας, αφασίας, αλλά και οποιαδήποτε πάθηση του εγκεφάλου που επιφέρει διαταραχή των πνευματικών λειτουργιών.

Σημαντική είναι η σοβαρή παρεμπόδιση, που πρέπει επί πλέον να είναι και μακροχρόνια

δ) Το αποτέλεσμα του εγκλήματος

Αποτέλεσμα του εγκλήματος είναι η βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος.

ε) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη προσβολής και στο αποτέλεσμα.

Η βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος πρέπει, κατά ρητή επιταγή του αρ. 310 § 1 ΠΚ, να είναι επακόλουθο της πράξεως του αρ. 308 ΠΚ. Ανάμεσα δηλαδή στο βαρύτερο – παραπέρα αποτέλεσμα (βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση) και στο βασικό έγκλημα δόλου (απλή σωματική βλάβη – αρ. 308 ΠΚ), χρειάζεται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, όπως την προσδιορίζει η κρατούσα στην επιστήμη και στη νομολογία θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.

Επιπλέον, πρέπει μεταξύ βασικού εγκλήματος και βαρύτερου αποτελέσματος να υπάρχει συνάφεια κινδύνου, δηλαδή το βαρύτερο αποτέλεσμα να συνιστά πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου που σκόπευε να αποτρέψει ο κανόνας επιμέλειας ως προς το έννομο αγαθό, που παραβιάσθηκε με το βασικό έγκλημα.

Έτσι μπορούμε στο σημείο αυτό βάσιμα να ισχυριστούμε ότι, βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 § 1 ΠΚ) = απλή σωματική βλάβη (αρ. 308 § 1 ΠΚ) που είχε ως επακόλουθο βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος (αποτέλεσμα της πράξεως του  υπαιτίου).

 

Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξεως που περιγράφεται στο αρ. 310 § 1 ΠΚ, απαιτείται καταρχήν δόλος ως προς το βασικό έγκλημα, δηλαδή την απλή σωματική βλάβη (δόλος ενδεχόμενος αρκεί). Ως προς το παραπέρα αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβη ή διανοητική πάθηση), θα πρέπει να υπάρχει αμέλεια του δράστη (ενσυνείδητη ή ασυνείδητη).

 

5.   Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα εγκλήματος.

Το έγκλημα του αρ. 310 § 1 ΠΚ είναι τετελεσμένο από τη στιγμή κατά την οποία θα προκληθεί στο θύμα η βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση. Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι νοητή, εφόσον ο δράστης είχε αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα που δεν επήλθε. Αν είχε δόλο και για το μη επελθόν αποτέλεσμα υπάρχει απόπειρα του αρ. 310 § 1 ΠΚ, η οποία όμως απορροφάται από την τετελεσμένη επικίνδυνη σωματική βλάβη του αρ. 309 ΠΚ.

 

6.    Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως με βάση τη συναίνεση του παθόντος

Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως με βάση τη συναίνεση του παθόντος δεν είναι δυνατή. Η διάταξη του αρ. 308 § 2 ΠΚ, ευθέως μεν καλύπτει, όπως είναι ήδη γνωστό, μόνο την απλή σωματική βλάβη, αναλογικά δε, δεν μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση του αρ. 310 § 1 ΠΚ, λόγω του βαρύτερου αποτελέσματος.

 

7.       Σχέση του αρ. 310 § 1 ΠΚ – βαριά σωματική βλάβη με το αρ. 308 ΠΚ – απλή σωματική βλάβη και το αρ. 309 ΠΚ – επικίνδυνη σωματική βλάβη.

Το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης αποτελεί βαρύτερη (διακεκριμένη) περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης, διαφέρει δε της απλής ως προς το αποτέλεσμα. Η απλή σωματική βλάβη ως αποτέλεσμα έχει τη σωματική κάκωση ή τη βλάβη της υγείας του παθόντος, ενώ η βαριά σωματική βλάβη έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος. Έναντι της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (αρ. 309 ΠΚ) αποτελεί ειδική διάταξη. Στην επικίνδυνη σωματική βλάβη αρκεί η δυνατότητα επελεύσεως βαριάς σωματικής βλάβης, ενώ στη βαριά σωματική βλάβη απαιτείται όπως επέλθει πράγματι βαριά σωματική βλάβη από την απλή σωματική βλάβη και αν μεν είναι η σκοπούμενη, εφαρμογή έχει το αρ. 310 § 3 ΠΚ εάν δε, δεν είναι σκοπούμενη, εφαρμογή έχει το αρ. 310 § 1 ΠΚ.

Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η επικίνδυνη σωματική βλάβη διαφέρει από την απλή, από τον τρόπο τελέσεως.

 

8.       Σχέση του αρ. 310 § 1 ΠΚ με τις διατάξεις περί συμμετοχής (αρ. 45 – 49 ΠΚ)

Η συμμετοχή στο έγκλημα αυτό είναι δυνατή σε όλες τις μορφές που προβλέπουν τα αρ. 45 ΠΚ (συναυτουργία), 46 § 1α (ηθική αυτουργία), 46 § 1β ΠΚ (άμεση συνέργεια) και 47 § 1 ΠΚ  (απλή συνέργεια).

Στα πλαίσια όμως αυτά, εκείνο το οποίο πρέπει να παρατηρηθεί αναλυτικότερα, είναι το θέμα της συναυτουργίας. Στο αρ. 310 § 1 ΠΚ η συναυτουργία είναι δυνατή στο βασικό έγκλημα δόλου, όχι όμως και στο παραπέρα επιβαρυντικό από αμέλεια αποτέλεσμα. Αυτό συμβαίνει διότι στα από αμέλεια τελούμενα εγκλήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συναπόφαση – κοινό δόλο. Ο κάθε δηλαδή συναυτουργός του βασικού εγκλήματος ευθύνεται χωριστά ως παραυτουργός για το περαιτέρω αποτέλεσμα, αν και ο ίδιος βαρύνεται ως προς τούτο από αμέλεια. Αν το βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλεια του ενός μόνο συναυτουργού, τότε αυτός μεν τιμωρείται ως αυτουργός του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος και ο άλλος ως συναυτουργός μόνο του βασικού εγκλήματος.

 

9.    Σχέση των αρ. 310 § 1 ΠΚ με το αρ. 308 – απλή σωματική βλάβη και αρ. 314 ΠΚ – σωματική βλάβη από αμέλεια.

Το εκ του αποτελέσματος έγκλημα του αρ. 310 § 1 ΠΚ, συρρέει φαινομενικά και όχι αληθινά, με τα επιμέρους δύο εγκλήματα που το αποτελούν. Η απλή σωματική βλάβη που τελείται με δόλο (αρ. 308 ΠΚ) και η βαριά σωματική βλάβη που οφείλεται σε αμέλεια (αρ. 314 ΠΚ), απορροφούνται από το σύνθετο έγκλημα που τυποποιείται με τη διάταξη του αρ. 310 § 1 ΠΚ. Εξάλλου είναι ενδεχόμενο το βασικό έγκλημα δόλου (απλή σωματική βλάβη), να έχει μείνει στο στάδιο της απόπειρας και το οφειλόμενο σε αμέλεια παραπέρα αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβη), να έχει επέλθει.

Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, που αποπειράται να γρονθοκοπήσει τον Θ, ο οποίος στέκεται στην αποβάθρα στο σταθμό του μετρό στους Αμπελόκηπους στην Αθήνα περιμένοντας το τρένο, στην προσπάθειά του ο Θ να αποφύγει κτύπημα του Α, πέσει στις γραμμές, με αποτέλεσμα το τρένο να του κόψει το ένα πόδι. Ο Α, στην προκειμένη περίπτωση, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός τους εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 1 ΠΚ), έστω και αν έμεινε μόνο στην απόπειρα του αρ. 308 ή 309 ΠΚ.

 

10.      Ποινική κύρωση του εγκλήματος

Η προβλεπόμενη ποινή για την πράξη του αρ. 310 § 1 ΠΚ είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (πλαίσιο ποινής 2 έτη μέχρι 5 έτη – αρ. 53 ΠΚ). Ο υπαίτιος της πράξεως του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών αν ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Η τέλεση βαριάς σωματικής βλάβης σε βάρος αστυνομικού, λιμενικού, πυροσβεστικού και υγειονομικού υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του συνιστά σύμφωνα με το αρ. 315Α ΠΚ ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση, που εκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Η παραγραφή του εκ του αποτελέσματος διακεκριμένου εγκλήματος της παρ. 1 του άρθρου 310 ΠΚ είναι πενταετής (αρ. 111 § 3 ΠΚ), ενώ του κακουργήματος της παρ. 3 δεκαπενταετής (αρ. 111 § 2 περ. β’ ΠΚ).

 

11.   Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ) του εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης – αρ. 310 § 1 ΠΚ.

Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.

 

 

 

 

 

12.   ΑΠΟΛΥΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΚΟΠΟΥΜΕΝΗΣ ΒΑΡΙΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ (αρ. 310 § 3 ΠΚ).

1)    Έννοια

Σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη διαπράττει εκείνος ο οποίος εκ προθέσεως (άμεσος δόλος α’ βαθμού – δόλος σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2, εδ. β ΠΚ), επιδίωξε το επελθόν αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβηβαριά σωματική η διανοητική πάθηση του σώματος του παθόντος).

2)    Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Είναι η σωματική και ψυχική υγεία, αλλά και η ζωή του ανθρώπου.

3)    Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος

Η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 § 3 ΠΚ) είναι έγκλημα:

α) που προσβάλλει ατομικό και μάλιστα προσωπικό και όχι περιουσιακό έννομο αγαθό,

β) κοινό και όχι ιδιαίτερο, αφού μπορεί να τελεστεί από οποιονδήποτε,

γ) μονοπρόσωπο (και όχι πολυπρόσωπο ή συλλογικό ή συμμετοχής), διότι είναι  δυνατή η πραγμάτωσή του από ένα πρόσωπο,

δ) βλάβης και όχι διακινδύνευσης, αφού το αποτέλεσμά του έγκειται στη βλάβη του συγκεκριμένου έννομου αγαθού,

ε)  απλό και όχι πολύπρακτο, ούτε σύνθετο, μια και η αντικειμενική του υπόσταση μπορεί να πραγματωθεί και με μία μόνο πράξη,

στ) πολύτροπο, αφού μπορεί να πραγματωθεί με δύο τρόπους τη σωματική ή διανοητική πάθηση, πρόκειται μάλιστα για γνήσιο πολύτροπο ή υπαλλακτικά ή διαζευτικά μικτό έγκλημα,

ζ) μη ιδιόχειρο ή κοινό και όχι ιδιόχειρο ή σωματοπαγές, γιατί μπορεί να τελεστεί με τις παράλληλες σωματικές κινήσεις δύο ανθρώπων,

η) στιγμιαίο και όχι διαρκές, ενόψει του ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περατώσεώς του (σύμφωνα με την αντικειμενική υπόσταση), είναι μοναδική και δεν μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με τη βούληση του δράστη,

θ) δόλου ή αμέλειας. Η βαριά σωματική βλάβη που τυποποιείται στο αρ. 310 § 3 ΠΚ είναι έγκλημα δόλου και μάλιστα δόλου άμεσου α’ βαθμού, δόλου σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2, εδ. β ΠΚ. Αν το ίδιο αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβη) οφείλεται σε αμέλεια του δράστη, εφαρμογή έχει το αρ. 314 ΠΚ,

ι) βασικό, αφού δεν αποτελεί παραλλαγή (στο αυστηρότερο ή το επιεικέστερο) κάποιου άλλου εγκλήματος.

 

 

 

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ (αρ. 7 § 1Σ)

Αποτελείται από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 

Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος

α) Υποκείμενο του εγκλήματος.

Εφόσον το έγκλημα είναι κοινό, υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.

β) Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος

Υλικό αντικείμενο που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό είναι ο άλλος άνθρωπος, εκτός από το δράστη.

Αυτό σημαίνει ότι αξιόποινη θεωρείται μόνο η σωματική βλάβη που προκαλείται σε άλλον άνθρωπο.

Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι ο αυτοτραυματισμός δεν τιμωρείται ως έγκλημα κατά της μορφικής και λειτουργικής ακεραιότητας του σώματος. Επιπλέον δε, αντικείμενο της σωματικής βλάβης του αρ. 310 § 3 ΠΚ μπορεί να είναι μόνο ο ζωντανός άνθρωπος.

γ) Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)

Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού συνίσταται στην πρόκληση απλής σωματικής βλάβης (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας), που προκαλείται σε άλλον άνθρωπο. Η σωματική όμως κάκωση ή βλάβη της υγείας πρέπει να έχει στην εξεταζόμενη περίπτωση τη μορφή της βαριάς σωματικής βλάβης (βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος). Η σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος μπορεί να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση ή να εμφανίζονται χωριστά.

Έτσι, είναι δυνατόν να έχουμε:

·        μόνο σωματική πάθηση,

·        μόνο διανοητική πάθηση,

·        πάθηση σωματική και διανοητική.

Στο βαθμό πάντως που οι προσβολές αφορούν το ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο τούτο εκφράζει μια μονάδα έννομου αγαθού, θα πρόκειται για ένα έγκλημα.

Ως περιπτώσεις σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης κρίθηκαν: πρόκληση κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων με επανειλημμένα λακτίσματα στο κεφάλι του θύματος, πρόκληση εγκαυμάτων με καυστικό υγρό με συνέπεια την ολοσχερή σχεδόν απώλεια ή μείωση της όρασης, πυροβολισμός από μικρή απόσταση με συνέπεια  μερική μόνιμη αναπηρία, πρόκληση εγκαυμάτων σε ευαίσθητα σημεία του σώματος ανηλίκου.

 

Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού απαιτείται όπως ο δράστης να επιδιώκει το αποτέλεσμα που προξένησε.

Μόλις χρειάζεται όμως στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, απαραίτητη

προϋπόθεση της επιτάσεως της ποινής στο αρ. 308 § 3 ΠΚ, είναι η ύπαρξη δόλου ως προς το παραχθέν αποτέλεσμα. Ο δράστης στο έγκλημα της επιδιωκόμενης βαριάς σωματικής βλάβης πρέπει να έχει τουλάχιστο ενδεχόμενο δόλο για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απλής σωματικής βλάβης, εκτός από το βαρύτερο αποτέλεσμα, για το οποίο χρειάζεται δόλος σκοπού (άμεσος δόλος α’ βαθμού).

Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι ο δράστης θα πρέπει να επιδιώκει το αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής ή διανοητικής παθήσεως.

Στοιχείο της πράξεως δεν είναι μόνο ο δόλος (ήθελε) αλλά και ο σκοπός, να παράγει ο δράστης τη βαριά σωματική βλάβη, που και επέφερε δια της πράξεώς του. Η έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης νοείται αυτή που αναφέρεται στο αρ. 310 § 2 ΠΚ.

Με άλλα λόγια ο δράστης ως σκοπό είχε να παραγάγει την επελθούσα βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας. Αυτό που αποκομίζει λοιπόν κανείς ως συμπέρασμα σε μια περιγραφική προσέγγιση του ζητήματος, είναι ότι όταν ο δράστης ήθελε να παραγάγει με την ενέργειά του την απλή σωματική βλάβη αλλά επήλθε το βαρύτερο αποτέλεσμα, το οποίο οφείλεται στην αμέλειά του, εφαρμογή έχει το αρ. 310 § 1 ΠΚ, ενώ στην περίπτωση που ήθελε ευθέως το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα, εφαρμογή θα έχει το αρ. 310 § 3 ΠΚ.

Ο υπαίτιος πρέπει εδώ να σκοπεί – επιδιώκει την επελθούσα βαριά σωματική βλάβη. Εάν το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος, εφαρμογή έχει το αρ. 311 ΠΚ.

Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία η καλλονή Κ, για να εκδικηθεί τον Θ που  την παράτησε, του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο με σκοπό να τον τυφλώσει, εξαιτίας όμως των εγκαυμάτων ο Θ πεθαίνει, (από αμέλεια της Κ), η Κ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της θανατηφόρας βλάβης (αρ. 311 ΠΚ).

Μόλις χρειάζεται να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι, αν ο σκοπός του δράστη ήταν ο θάνατος του παθόντος, πλην όμως επήλθε βαριά βλάβη αυτού, τότε θα πρόκειται για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 299 § 1 ΠΚ.).

Αν δε, ο δράστης άρχισε να τελεί τη σωματική βλάβη με την επιδίωξη να επιφέρει το βαρύτερο αποτέλεσμα, πλην όμως δεν τελέστηκε βαριά σωματική βλάβη ή τελέστηκε μεν αλλά είναι ελαφρότερη από εκείνη που επιδίωκε, τότε στην προκειμένη περίπτωση θα κριθεί για απόπειρα της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 310 § 3 ΠΚ).

Έτσι, μπορούμε στο σημείο αυτό να ισχυριστούμε με σαφήνεια ότι, σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 § 3 ΠΚ) = σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας (απλή σωματική βλάβη) με μορφή όμως βαριάς σωματικής ή διανοητικής πάθησης του παθόντος + άμεσο δόλο α’ βαθμού – δόλος σκοπού – επιδίωξη (αρ. 27 §2, εδ. β ΠΚ).

 

13.           Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα εγκλήματος.

Το έγκλημα της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ), είναι τελειωμένο με την πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής παθήσεως.

Κάθε προηγούμενη συμπεριφορά συνιστά είτε ατιμώρητη προπαρασκευαστική πράξη είτε τιμωρητή απόπειρα. Απόπειρα της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης υπάρχει όταν ο δράστης άρχισε να τελεί μεν σωματική βλάβη, με την επιδίωξη να επιφέρει το βαρύτερο αποτέλεσμα, πλην όμως δεν τελέστηκε καμία σωματική βλάβη ή τελέστηκε αλλά είναι ελαφρότερη από εκείνη που επιδίωκε.

 

14.   Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως με βάση τη συναίνεση του παθόντος.

Το άδικο του εγκλήματος που τυποποιείται στο αρ. 310 § 3 ΠΚ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τη συναίνεση του παθόντος, διότι η λειτουργία της φθάνει μέχρι και την απλή σωματική βλάβη (αρ. 308 § 2 ΠΚ).

Αυτονόητο είναι ότι ο άδικος χαρακτήρας της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 308 § 3 ΠΚ) μπορεί να αρθεί με βάση τους γενικούς λόγους δικαιολογήσεως, όπως την προσταγή (αρ. 21 ΠΚ) την άμυνα (αρ. 22 ΠΚ) και την κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο (αρ. 25 ΠΚ).

 

15. Σχέση του αρ. 310 § 3 ΠΚ με τις διατάξεις περί συμμετοχής – αρ. 45 – 49 ΠΚ

Συμμετοχή στο έγκλημα της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ) είναι δυνατή με τη μορφή της συναυτουργίας (αρ. 45 ΠΚ), της ηθικής αυτουργίας (αρ. 46 § 1α ΠΚ), της άμεσης συνέργειας (αρ. 46 § 1β ΠΚ) και της απλής συνέργειας (αρ. 47 § 1 ΠΚ).

Στο σημείο όμως αυτό κρίνεται σκόπιμο να τονισθούν οι ακόλουθες διαπιστώσεις – τοποθετήσεις, για την ποινική κύρωση του φυσικού αυτουργού και του συμμετόχου.

α) Ο φυσικός αυτουργός και ο συμμέτοχος τιμωρείται με βάση το αρ. 310 § 3 ΠΚ αν και οι δύο έχουν άμεσο δόλο α’ βαθμού, δόλο σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2, εδ. β ΠΚ ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα.

β) Ο φυσικός αυτουργός και ο συμμέτοχος τιμωρούνται με βάση το αρ. 310 § 1 ΠΚ, αν και οι δύο έχουν άμεσο δόλο β’ βαθμού – αναγκαίο δόλο ή ενδεχόμενο δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα.

γ) Αν ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα ο ένας (φυσικός αυτουργός ή συμμέτοχος) έχει άμεσο δόλο α’ βαθμού και ο άλλος (φυσικός αυτουργός ή συμμέτοχος) έχει άμεσο δόλο β’ βαθμού ή ενδεχόμενο δόλο, τότε εκείνος που έχει άμεσο δόλο α’ βαθμού θα τιμωρηθεί με το αρ. 310 § 3 ΠΚ και αυτός που έχει άμεσο δόλο β’ βαθμού ή ενδεχόμενο δόλο θα τιμωρηθεί με το αρ. 310 § 1 ΠΚ.

 

16.           Σχέση του αρ. 310 § 3 ΠΚ σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη με το αρ. 308 ΠΚ – απλή σωματική βλάβη

Στο ζήτημα της σχέσης αυτής υποστηρίχθηκαν θεωρητικά δύο (2) απόψεις:

α’ άποψη (επιστημονική)

Σύμφωνα με την άποψη αυτή η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της απλής σωματικής βλάβης.

 

β’ άποψη (δογματική)

Κατά την άποψη αυτή ακριβέστερη δογματικά και πληρέστερη ουσιαστικά, η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη αποτελεί ξεχωριστό έγκλημα  σωματικής βλάβης που είναι και αυτό βασικό όπως η απλή σωματική βλάβη.

Το έγκλημα αυτό έχει νοηματική αυτοτέλεια σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη, είναι κάτι ανάμεσα σ’ αυτή και την ανθρωποκτονία με πρόθεση (αρ. 299 ΠΚ), γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ύψος της απειλούμενης ποινής.

Η συγκεκριμένη θεώρηση της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδει εκφραστικά τόσο την αντικειμενική και υποκειμενική της διαφοροποίηση σε σχέση με την απλή σωματική βλάβη, όσο και την ουσιαστική της εγγύτητα αναφορικά με την ανθρωποκτονία.

Εκείνο όμως που αποτελεί κυρίαρχη παράμετρο στην προκειμένη περίπτωση είναι το είδος της υποκειμενικής υπαιτιότητας του δράστη. Αυτό βέβαια αυξάνει τους κινδύνους μιας αυθαίρετης δικαστικής κρίσεως, αλλά και διευρύνει τις υπερασπιστικές δυνατότητες του κατηγορούμενου.

Οι προτάσεις για την υπερπήδηση των σχετικών δυσχερειών είναι ήδη γνωστές:

·      προσφυγή σε αντικειμενικά μεγέθη για τη διαπίστωση του δόλου ή της αμέλειας

·      σε περίπτωση αμφιβολιών πρόκριση του επιεικέστερου χαρακτηρισμού.

Σε πρακτικό επίπεδο δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η εμφάνιση της τυποποιημένης στο αρ. 310 § 3 ΠΚ συμπεριφοράς. Η λεπτομερή παρατήρηση της νομολογίας των ποινικών μας δικαστηρίων αποκαλύπτει, ότι αξιολογήθηκαν ως σκοπούμενες βαριές σωματικές βλάβες οι ακόλουθες περιπτώσεις:

·      Στην περίπτωση κατά την οποία η κατηγορουμένη Κ, επειδή ήθελε να εκδικηθεί το φίλο της Φ, ο οποίος της ανακοίνωσε ότι διακόπτουν τον ερωτικό δεσμό, έριξε στο πρόσωπό του βιτριόλι, με αποτέλεσμα να προκαλέσει εγκαύματα στα βλέφαρα, στα χέρια, στο αριστερό γόνατο, να μειωθεί η όραση του αριστερού οφθαλμού και να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο εξωτερικό, η Κ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ).

·      Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης Δ, όπλισε, σκόπευσε και πυροβόλησε με δίκαννο κυνηγετικό όπλο από απόσταση τριών (3) μέτρων στα κάτω άκρα τη σύζυγό του, (η οποία είχε επιστρέψει από τον εραστή της Ε), υπέστη βαριές σωματικές βλάβες, εκ των οποίων αυτή στερήθηκε επί μακρόν χρόνο τη χρήση μελών του σώματός της, ο Δ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ).

 

17.      Δογματικές εκφράσεις που αναφέρονται στο αντικειμενικό μέγεθος «βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος» (αρ. 310 § 1 ΠΚ).

Το αντικειμενικό μέγεθος «βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος» αξιολογείται  διαφορετικά, ανάλογα με τη μορφή της υποκειμενικής υπαιτιότητας του δράστη.

Έτσι, σχηματικά θα μπορούσαν να καταγραφούν οι ακόλουθες δογματικές εκφράσεις του:

α) βαριά σωματική βλάβη από αμέλεια αποτελεί πλημμέλημα υπαγόμενο στο αρ. 314 § 1 ΠΚ το οποίο καταφάσκεται όταν ο δράστης από έλλειψη της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει,  είτε δεν πρόβλεψε το συγκεκριμένο αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του (ασυνείδητη αμέλεια), είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια),

β) βαριά σωματική βλάβη ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος, πρόκειται  για πλημμέλημα καλυπτόμενο από τη διάταξη του αρ. 310 § 1 ΠΚ, το οποίο στοιχειοθετείται όταν ο υπαίτιος έχει δόλο ως προς το βασικό έγκλημα (απλή σωματική βλάβη) και αμέλεια ως προς το παραπέρα αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβη),

γ) βαριά σωματική βλάβη με άμεσο δόλο β’ βαθμού ή ενδεχόμενο, αποτελεί πλημμεληματική νομοτυπική μορφή μη προβλεπόμενη ρητά στο νόμο, αλλά υπαγόμενη στη διάταξη του αρ. 310 § 1 ΠΚ

δ) βαριά σωματική βλάβη με άμεσο δόλο α’ βαθμού – δόλο σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2, εδ. β ΠΚ, συνιστά κακούργημα τυποποιημένο στο αρ. 310 § 3 ΠΚ.

18.   Συμπερασματικές αναλύσεις – τοποθετήσεις που έχουν άμεση σχέση με το έγκλημα του αρ. 310 ΠΚ – βαριά σωματική βλάβη.

Είναι δεδομένο ότι η ενέργεια εκείνου που θα επιχειρήσει να προκαλέσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από τη βούλησή του αλλά το πλήγμα που εξαπολύθηκε κατευθύνεται πλέον από τον διάβολο. Το οποιοδήποτε γρονθοκόπημα στο κεφάλι, δύναται να οδηγήσει στην ολική ή μερική τύφλωση, ο πυροβολισμός στο πόδι δύναται να φέρει τη σφαίρα στην κοιλιά του θύματος.

Με βάση τα παραπάνω αναφερθέντα, εκείνα τα οποία προκύπτουν στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα εξής:

α) Αν ο δράστης, σκοπό είχε την πρόκληση βαριάς πάθησης του σώματος ή της διάνοιας του παθόντος (αρ. 27 § 2 εδ. β ΠΚ – άμεσος δόλος α’ βαθμού – επιδίωξη – δόλος σκοπού), θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 310 § 3 ΠΚ).

β) Αν ο δράστης, δεν είχε σκοπό αλλά πάντως είχε αποδεχθεί το αποτέλεσμα της βαριάς πάθησης του σώματος ή της διάνοιας (άμεσος δόλος β’ βαθμού, ενδεχόμενος δόλος) θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της βαριάς σωματικής βλάβης (εκ του αποτελέσματος – αρ. 29 ΠΚ),  αρ. 310 § 1 ΠΚ.

γ) Αν ο δράστης, σκοπό είχε ή είχε αποδεχθεί βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας του παθόντος, πλην όμως παρήγαγε απλή σωματική βλάβη, θα κριθεί για απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 310 § 1 ΠΚ ή  αρ. 310 § 3 ΠΚ ανάλογα με το δόλο), διότι η απλή σωματική βλάβη απορροφάται.

δ) Αν ο δράστης, σκοπό είχε ή είχε αποδεχθεί, μόνο απλή βλάβη, αλλά αντί αυτής ή μαζί με αυτήν προκάλεσε βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας, είχε δε προβλέψει τούτο ως ενδεχόμενο (ενσυνείδητη αμέλεια) ή πάντως όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει (ασυνείδητη αμέλεια), θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης (εκ του αποτελέσματος – αρ. 310 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 29 ΠΚ)

ε) Αν ο δράστης, σκοπό είχε ή είχε αποδεχθεί, μόνο απλή σωματική βλάβη, αντί αυτής όμως ή μαζί με αυτήν προκάλεσε βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας την οποία ούτε είχε, ούτε όφειλε και μπορούσε να προβλέψει, θα κριθεί – τιμωρηθεί όπως είναι αυτονόητο, ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της απλής σωματικής βλάβης (αρ. 308 ΠΚ)

 

19.      Ποινική κύρωση του εγκλήματος

Η προβλεπόμενη ποινή για την πράξη του αρ. 310 § 3 ΠΚ είναι κάθειρξη μέχρι 10 ετών (πλαίσιο ποινής από 5 μέχρι 10 έτη – αρ. 52 ΠΚ).

 

20.      Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ) του εγκλήματος της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης – αρ. 310 § 3 ΠΚ.

Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.

 

 

Πληροφορίες – Επικοινωνία:

Δερμενούδης Νικόλαος

Δικηγόρος – Ποινικολόγος – Εγκληματολόγος

Τηλ. 25410 77560 – Fax: 25410 67205 – κιν.: 69798472276979847227

email:xartikaipontiki@gmail.com

 

Δείτε επίσης

Εύσημα Θεοδωρικάκου σε τέσσερις αστυνομικούς για την οικονομική στήριξη ηλικιωμένων που έπεσαν θύματα ληστείας

«Για να είσαι καλός αστυνομικός είσαι σίγουρα και καλός άνθρωπος» δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός …