Τελευταίες Ειδήσεις
Αρχική / Ανακοινώσεις - Προτάσεις - Καταγγελίες - Άθρα της Σ.Κ.Α.Υ. / Θανατηφόρα βλάβη, άρθρο 311 Ποινικού Κώδικα

Θανατηφόρα βλάβη, άρθρο 311 Ποινικού Κώδικα

Η ανάλυση της ιδιαίτερα δύσκολης κατηγορίας των Σωματικών Βλαβών (άρθρα 308 έως 315Α του Ποινικού Κώδικα) συνεχίζεται από τον έγκριτο νομικό και καθηγητή ποινικού δικαίου, κ. Νικόλαο ΔΕΡΜΕΝΟΥΔΗ, και αυτή τη φορά σας παραθέτουμε την ανάλυση του άρθου 311 του Ποινικού Κώδικα που αφορά τη Θανατηφόρα Βλάβη.

 Άρθρο 311

 Θανατηφόρα βλάβη 

 Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη.

 1.   Έννοια

Θανατηφόρα σωματική βλάβη διαπράττει εκείνος, ο οποίος εκ προθέσεως προξενεί σε άλλον απλή μεν σωματική βλάβη (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας), η οποία όμως είχε ως επακόλουθο το θάνατο του παθόντος.

2.   Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Προστατεύεται κυρίως το έννομο αγαθό της υγείας, ενώ συμπροστατεύεται και το έννομο αγαθό της ζωής, εφόσον τυποποιείται ως βαρύτερο αποτέλεσμα η επέλευση βλάβης της τελευταίας.

3.   Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος

Το αρ. 311 ΠΚ τυποποιεί δύο διακεκριμένα εγκλήματα σε σχέση με το βασικό έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης:

α) ένα σχετικό διακεκριμένο έγκλημα, θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α ΠΚ) και

β) ένα απόλυτα διακεκριμένο έγκλημα, σκοπούμενης επιδιωκόμενης βαριάς θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ).

Στις δύο αναφερόμενες περιπτώσεις η θανατηφόρα σωματική βλάβη τυποποιείται ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο. Κατά τα λοιπά η θανατηφόρα σωματική βλάβη με εξαίρεση τον κακουργηματικό χαρακτήρα, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με έγκλημα του αρ. 308 ΠΚ, είναι δηλαδή έγκλημα κοινό, απλό, γνήσιο πολύτροπο υπαλλακτικώς ή διαζευτικώς μικτό, ενέργειας, βλάβης αποτελέσματος (ουσιαστικό), στιγμιαίο, μη ιδιόχειρο.

4.    ΣΧΕΤΙΚΟ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑΣ  ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ (αρ. 311, εδ. α ΠΚ)

 ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ (αρ. 7 § 1Σ)

Αποτελείται από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος

α) Υποκείμενο του εγκλήματος

Εφόσον το έγκλημα είναι κοινό, υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.

β) Υλικό αντικείμενο της πράξεως

Υλικό αντικείμενο που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό είναι ο άλλος άνθρωπος.

γ) Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)

γ1) Έγκλημα εκ του αποτελέσματος

Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού συνίσταται στην τέλεση σωματικής βλάβης, η οποία εφόσον δεν προσδιορίζεται ειδικότερα, μπορεί να είναι οποιαδήποτε σωματική βλάβη (απλή, απρόκλητη, επικίνδυνη, βαριά – αρ. 310 § 1 ΠΚ). Δεν υπάγεται στην προκειμένη περίπτωση η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη του αρ. 310 § 3 ΠΚ, διότι αυτή αποτελεί βασικό έγκλημα δόλου, με παραπέρα αποτέλεσμα το θάνατο στη θανατηφόρα σωματική βλάβη του αρ. 311, εδ. β, ΠΚ

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι, η κριτική προσέγγιση των παραπάνω αναλύσεων, επιτρέπει τη διατύπωση των ακόλουθων βασικών παρατηρήσεων:

Το έγκλημα του αρ. 311 εδ. α, ΠΚ συντίθεται όπως ήδη διευκρινίστηκε από ένα βασικό έγκλημα δόλου και από ένα παραπέρα αυτοτελώς τιμωρούμενο, αιτιωδώς προκαλούμενο και οφειλούμενο σε αμέλεια, με αποτέλεσμα πρόκληση του θανάτου  (τυπική περίπτωση εγκλήματος εκ του αποτελέσματος αρ. 29 ΠΚ). Αυτός ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ, γίνεται δεκτός τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία.

γ2) Η σωματική βλάβη που αποτελεί το βασικό έγκλημα, πρέπει να είναι ολοκληρωμένη και όχι να βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας.

Με βάση τη διατύπωση του σχετικού άρθρου «αν η σωματική βλάβη είχε ως επακόλουθο», προκύπτει το συμπέρασμα ότι το βασικό έγκλημα πρέπει να είναι απαραίτητα μια τετελεσμένη σωματική βλάβη, άσχετα αν αυτή τελείται άμεσα από το δράστη ή αν προκύπτει έμμεσα από μία αποτυχημένη προσπάθειά του να πλήξει το θύμα, η οποία όμως προκάλεσε αιτιωδώς τη σωματική βλάβη, που είχε ως επακόλουθο τον θάνατο του θύματος. Η έμμεση αυτή σωματική βλάβη ονομάζεται στην επιστημονική θεωρία ως μεταβατική σωματική βλάβη.

Με αφετηρία όμως την παραπάνω αυτή τοποθέτηση γίνεται φανερό ότι, η έμμεση ή μεταβατική σωματική βλάβη, για να λειτουργήσει ως βασικό έγκλημα, θα πρέπει ο δράστης να πρόβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του τη σωματική βλάβη του θύματος και να την αποδέχθηκε χωρίς να αποδέχεται το θάνατο του θύματος.

Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, πάνω στον καυγά, καταφέρνει μια γροθιά στην κοιλιακή χώρα του Θ, οπότε αυτός πεθαίνει αργότερα από εσωτερική αιμορραγία, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ). Αν όμως ο Α για το θάνατο του Θ είχε πρόθεση (ήθελε ή τουλάχιστον αποδεχόταν το ενδεχόμενο του θανάτου του θύματος, τότε ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (αρ. 299 § 1 ΠΚ).

δ) Το αποτέλεσμα της πράξης

Τυποποιημένο αποτέλεσμα της πράξης του σχετικού άρθρου, είναι ο θάνατος του θύματος ως επακόλουθο της σωματικής βλάβης.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως γίνεται εύλογα δεκτό ότι έχουμε δύο (2) αποτελέσματα:

  •  αφενός μεν τη σωματική βλάβη ως αποτέλεσμα της σχετικής συμπεριφοράς του δράστη και
  • αφετέρου το θάνατο που επέρχεται ως συνέπεια της σωματικής βλάβης.

Το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου, πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης και όχι από τη συμπεριφορά του δράστη που κατευθύνεται στο βασικό έγκλημα της σωματικής βλάβης, η οποία βέβαια σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε συνδυασμό με ορισμένες εξωτερικές περιστάσεις, μπορεί να επιφέρει το θάνατο του θύματος. Ο θάνατος θα πρέπει να προέρχεται άμεσα από το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, να οφείλεται δηλαδή στη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του θύματος ως τέτοια. Το τραύμα θα πρέπει να έχει in concreto θανάσιμο  χαρακτήρα. Πρέπει, όπως γίνεται ολοφάνερο, να προηγείται ένα μεταβατικό στάδιο προς τη θανάτωση, ένα αυτοτελές αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, από το οποίο να προήλθε ως επακόλουθο ο θάνατος. Η ερμηνευτική αυτή επέκταση, μας οδηγεί στην προκειμένη περίπτωση στο συμπέρασμα ότι, σε κάθε θανάτωση προηγείται αυτονόητα μια σωματική βλάβη, ένα είδος μεταβατικού σταδίου προς αυτήν.

Εάν ο θάνατος προκαλείται ευθέως από την ενέργεια του δράστη, η οποία έτεινε στην πρόκληση σωματικής βλάβης, έτσι ώστε να λείπει ένα αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, ένα αυτοτελές αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, από το οποίο να προήλθε ως επακόλουθο ο θάνατος, τότε:

  •  κατά μία άποψη έχουμε θανατηφόρα σωματική βλάβη, εάν ως προς τη σωματική βλάβη, η οποία ολοκληρώθηκε ως ένα είδος μεταβατικού σταδίου προς τη θανάτωση υπάρχει ενδεχόμενος δόλος και μόνο αμέλεια ως προς το θάνατο,
  • κατ’ άλλη άποψη όμως, έχουμε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (αρ. 299 § 1 ΠΚ) με ενδεχόμενο δόλο ή απόπειρα σωματικής βλάβης σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή (αρ. 94 § 2 ΠΚ) με ανθρωποκτονία εξ αμελείας (αρ. 302 ΠΚ).

ε) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη προσβολής και στο αποτέλεσμα

Εφόσον στο σχετικό άρθρο υπάρχουν δύο αποτελέσματα, διπλή είναι αντίστοιχα και η αιτιώδης συνάφεια που τα συνδέει, σύμφωνα με την αρχή του ισοδυνάμου των όρων.

Με αφετηρία την παραπάνω τοποθέτηση γίνεται φανερό ότι η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να ερευνάται σε δύο φάσεις:

α’ φάση:

Στην πρώτη φάση πρέπει να ερευνάται η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά του δράστη και στη σωματική βλάβη που επήλθε.

β’ φάση

Στη δεύτερη φάση πρέπει να ερευνάται η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη σωματική βλάβη και στο θάνατο του θύματος.

Η αιτιώδης συνάφεια της α’ φάσης πρέπει να καλύπτεται από το δόλο του δράστη, ενώ η αιτιώδης συνάφεια της β’ φάσης από αμέλεια. Εάν δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια στην α’ φάση, εάν δηλαδή η σωματική βλάβη δεν οφείλεται στη συμπεριφορά του δράστη, τότε δεν ερευνάται  η αιτιώδης συνάφεια στην β’ φάση. Εφόσον ο δράστης δεν τέλεσε σωματική βλάβη, ο θάνατος του θύματος δεν μπορεί να είναι έργο δικό του.

Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι, για την ολοκλήρωση του εγκλήματος απαιτείται σε κάθε περίπτωση, να διαπιστώνεται η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου (αιτιώδης συνάφεια) μεταξύ της σωματικής βλάβης και του αποτελέσματος.

Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, χτυπάει με σκουριασμένο – μολυσμένο μαχαίρι τον Θ στο πόδι, με συνέπεια αυτός να πεθάνει από γάγγραινα, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως άμεσος (φυσικός αυτουργός) της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει τετελεσμένη επικίνδυνη σωματική βλάβη (αρ. 309 ΠΚ), αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του Α και στη σωματική βλάβη που επήλθε, που καλύπτεται από το δόλο του δράστη – α’ φάση αιτιώδους συνάφειας.

Στη συνέχεια βέβαια, ο θάνατος που προήλθε από την επικίνδυνη σωματική βλάβη, βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη βλάβη  αυτή – β’ φάση αιτιώδους συνάφειας που καλύπτεται από αμέλεια.

Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης Δ, επιτίθεται στην παθούσα Π για να τη χτυπήσει, αυτή όμως για να αποφύγει την συνεχιζόμενη επίθεση προσπάθησε πανικόβλητη να πηδήξει από το παράθυρο στο διπλανό μπαλκόνι, αλλά γλίστρησε όμως και πέφτοντας στο έδαφος σκοτώθηκε εξαιτίας ενός τραύματος στο κεφάλι, από εσωτερική αιμορραγία, ο Δ θα κριθεί – τιμωρηθεί, ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε μια έμμεσα τετελεσμένη βαριά σωματική βλάβη ή αλλιώς μεταβατική σωματική βλάβη που αποτελεί βασικό έγκλημα του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ.

Η μεταβατική αυτή σωματική βλάβη προκλήθηκε αιτιωδώς από την επίθεση του Δ και τη συνακόλουθη προσπάθεια της Π να αποφύγει το χτύπημα.

Δυσχέρειες ως προς την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου ανακύπτουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αποτέλεσμα του θανάτου επέρχεται συνεπεία εμφράγματος του παθόντος, ο οποίος προηγουμένως είχε υποστεί σωματική βλάβη από τον δράστη. Εφόσον σύμφωνα με ιατρική πραγματογνωμοσύνη ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο έμφραγμα και την προκληθείσα σωματική βλάβη χαρακτηρίζεται ως πιθανός, αν και όχι δεδομένος λόγω της ύπαρξης περισσοτέρων νοητών αιτίων, γίνεται δεκτό ότι ο δικαστής της ουσίας μπορεί να δεχτεί την θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί να έχει αποκτήσει έναν, κατά την κοινή πείρα, επαρκή βαθμό ασφαλείας, που δεν αφήνει περιθώρια για λογικές αμφιβολίες.

Το καρδιακό έμφραγμα που ακολουθεί αμέσως μετά την χρήση σκληρής βίας από τον κατηγορούμενο δεν είναι πιθανό να έχει επέλθει την κρίσιμη χρονική στιγμή αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας προϋπάρχουσας ιατρικής εικόνας του θύματος.

Συνεπώς, δεν διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ενέργειας του δράστη και επελθόντος θανατηφόρου αποτελέσματος, έστω κι αν στην επέλευση του αποτελέσματος συνετέλεσαν όλως ιδιάζουσες καταστάσεις ή περιστάσεις, όπως η ασθενής κράση του θύματος λόγω γήρατος, διότι οι πρόσθετοι αυτοί όροι δεν παράγουν αυτοτελώς το επελθόν απαοτέλεσμα.

Β’ Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που περιγράφεται στο αρ. 311, εδ. α, ΠΚ, απαιτείται κατ’ αρχήν δόλος ως προς το βασικό έγκλημα, δηλαδή την οποιαδήποτε (πλην της σκοπούμενης βαριάς) σωματική βλάβη ήτοι την απλή, την απρόκλητη, την επικίνδυνη και τη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 § 1 ΠΚ).

Είναι φανερό όμως ότι για την προσέγγιση του ζητήματος της υποκειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος, ισχύει η υπαιτιότητα της αντίστοιχης σωματικής βλάβης, ενώ για το θάνατο του θύματος που επέρχεται ως επακόλουθο της σωματικής βλάβης, αλλά και για την αιτιώδη συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στη σωματική βλάβη και στο θάνατο του θύματος, απαιτείται αμέλεια. Πρέπει ειδικότερα, ο δράστης να όφειλε και να μπορούσε να δείξει την κατάλληλη προσοχή, ώστε να προβλέψει ότι η συγκεκριμένη σωματική βλάβη θα επέφερε το θάνατο του θύματος και επίσης να όφειλε και να μπορούσε να προβλέψει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη σχετική βλάβη και στο θάνατο του θύματος.

Έτσι, το ερευνώμενο σε τούτες τις γραμμές ζήτημα θα προσεγγιστεί με μεγαλύτερη πρακτική αποτελεσματικότητα, αν αναλυθεί το εξής γεγονός.

Ο Α, ο οποίος μισεί τον εχθρό του Ε, όταν περνάει με το αυτοκίνητό του από το δρόμο, ρίχνει ένα μεγάλο τσιμεντόλιθο, ο οποίος σπάζει το τζάμι του οδηγού, τον χτυπά στο κεφάλι, με συνέπεια ο Ε να τραυματιστεί, να χάσει τις αισθήσεις του και στη συνέχεια να σκοτωθεί εξαιτίας της προσκρούσεως του αυτοκινήτου σε κολόνα της ΔΕΗ.

Για τον τραυματισμό του θύματος και την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά του δράστη και στον προγραμματισμό του, είναι δεδομένο ότι υπάρχει δόλος του δράστη. Ο Α γνώριζε και ήθελε ο σχετικός τραυματισμός να προκύψει από τη ρίψη του τσιμεντόλιθου. Επομένως η υποκειμενική υπόσταση που θέλει ο νόμος, σε σχέση με το βασικό έγκλημα, είναι δεδομένη.

Επιπλέον, ο Α όφειλε και μπορούσε να δείξει την κατάλληλη προσοχή (αμέλεια), ώστε να προβλέψει ή να αποφύγει το αποτέλεσμα του θανάτου του Ε και την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στον τραυματισμό που προκάλεσε στο θύμα και στο θάνατο αυτού, που προήλθε από τον σχετικό τραυματισμό. Επομένως, και σε σχέση με το βαρύτερο αποτέλεσμα, συντρέχουν τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης που θέλει ο νόμος, οπότε με υπόβαθρο τις σχετικές αναλύσεις, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της θανατηφόρας βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ).

Στο σημείο όμως αυτό απαραίτητη παρουσιάζεται η ακόλουθη διευκρίνιση.

Εάν ο δράστης δεν έχει δόλο ως προς το βασικό έγκλημα, αλλά αμέλεια, επήλθε όμως ο θάνατος, τότε εφαρμογή θα έχει η διάταξη του αρ. 302 ΠΚ – ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Αντιθέτως, αν όμως ο δράστης δεν μπορούσε να προβλέψει το επελθόν αποτέλεσμα, έστω και αν κατέβαλε την προσήκουσα προσοχή, τούτο είναι τυχαίο και επομένως δεν έχει ευθύνη γι’ αυτό. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα εφαρμοσθεί μόνο το βασικό έγκλημα της σωματικής βλάβης που γνώριζε και ήθελε να τελέσει (απλή σωματική βλάβη – επικίνδυνη – βαριά – αρ. 310 § 1 ΠΚ).

5.    Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα του εγκλήματος

Όπως επαναληπτικά επισημάνθηκε, η θανατηφόρα σωματική βλάβη αποτελεί έγκλημα διακρινόμενο από το αποτέλεσμα.

Τούτο σημαίνει ότι η διάταξη του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ, μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλεια και το βασικό έγκλημα έχει τελεστεί με δόλο. Επομένως, όταν ισχύουν τα δύο αυτά προαναφερόμενα στοιχεία, δόλος για το βασικό έγκλημα της σωματικής βλάβης και αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα που είναι ο θάνατος του παθόντος, τότε το έγκλημα του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ είναι τετελεσμένο. Ως προς την απόπειρα, γίνεται δεκτό ότι αυτή είναι αδύνατη ως  προς το συγκεκριμένο έγκλημα, διότι ή θα έχουμε τετελεσμένο έγκλημα, ή δεν στοιχειοθετείται καν έγκλημα.

6.    Σχέση του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ με τα επιμέρους εγκλήματα που το συγκροτούν

Το εκ του αποτελέσματος έγκλημα του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ, συρρέει φαινομενικά και όχι αληθινά με τα δύο επιμέρους εγκλήματα που το συγκροτούν. Η σωματική δηλαδή βλάβη που τελείται με δόλο (αρ. 308 § 1 ΠΚ, 308 Α, 309 και 310 § 1 ΠΚ) και η ανθρωποκτονία που οφείλεται σε αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ), απορροφούνται από το σύνθετο έγκλημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης που τυποποιείται με τη διάταξη του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ.

7.   Ποινική κύρωση του εγκλήματος

Η προβλεπόμενη ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια (πλαίσιο ποινής από 5 μέχρι 10 χρόνια – αρ. 52 ΠΚ).

8.       Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ) του εγκλήματος της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ)

Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.

9.    ΑΠΟΛΥΤΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΚΟΠΟΥΜΕΝΗΣ ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΗΣ ΒΑΡΙΑΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ)

 1)  Έννοια

Σκοπούμενη βαριά θανατηφόρα βλάβη διαπράττει εκείνος ο οποίος, εκ προθέσεως (άμεσος δόλος α’ βαθμού – δόλος σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2, εδ. β ΠΚ) επιδίωξε το επελθόν αποτέλεσμα (βαριά σωματική βλάβη – βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του σώματος του παθόντος – σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη – αρ. 310 § 3 ΠΚ), πλην όμως το παραπέρα αποτέλεσμα που ήταν ο θάνατος του παθόντος προήλθε από αμέλεια του δράστη (έγκλημα εκ του αποτελέσματος – αρ. 311, εδ. β ΠΚ σε συνδ. με αρ. 29 ΠΚ).

2)   Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Προστατεύεται κυρίως το έννομο αγαθό της υγείας, ενώ συμπροστατεύεται και το έννομο αγαθό της ζωής, εφόσον τυποποιείται ως βαρύτερο αποτέλεσμα η επέλευση βλάβης της τελευταίας.

3)  Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος

Πρόκειται για έγκλημα εκ του αποτελέσματος (αρ. 29 ΠΚ), όπου το βασικό έγκλημα είναι μόνο η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310  § 3 ΠΚ) και το παραπέρα αποτέλεσμα είναι ο θάνατος του παθόντος που τυποποιείται αυτοτελώς ως έγκλημα από αμέλεια στο αρ. 302 ΠΚ.

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ – ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ (αρ. 7 § 1Σ)

 Αποτελείται από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος

α) Υποκείμενο του εγκλήματος

Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε

β) Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος

Είναι ο άλλος άνθρωπος

γ) Η πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)

Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού συνίσταται στην πρόκληση απλής σωματικής βλάβης (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας), η οποία όμως στην εξεταζόμενη περίπτωση πρέπει να έχει τη μορφή της σκοπούμενης – επιδιωκόμενης βαριάς σωματικής βλάβης – βαριά σωματική και διανοητική πάθηση του παθόντος – αρ. 310 § 3 ΠΚ.

Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξεως που περιγράφεται στο αρ. 311 εδ. β ΠΚ, απαιτείται δόλος άμεσος α’ βαθμού – δόλος σκοπού – επιδίωξη – αρ. 27 § 2 εδ. β ΠΚ για τη σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη – βασικό έγκλημα – αρ. 310 § 3 ΠΚ, ενώ για το παραπέρα βαρύτερο αποτέλεσμα που είναι ο θάνατος του παθόντος απαιτείται αμέλεια, ασυνείδητη – ενσυνείδητη (τυποποίηση αυτοτελώς του εγκλήματος από αμέλεια – αρ. 302 ΠΚ).

Έτσι στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, πυροβολεί τον Θ στα πόδια για να του προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη, ο Θ όμως τελικά πεθαίνει από αιμορραγία, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της σκοπούμενης βαριάς θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ). Αυτό συμβαίνει διότι ως προς το βασικό έγκλημα της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης, ο Α έχει δόλο σκοπού – δόλο άμεσο α’ βαθμού – επιδίωξη, ενώ ως προς το παραπέρα βαρύτερο αποτέλεσμα που προκλήθηκε αιτιωδώς από τον δράστη, έχει αμέλεια.

Μόλις χρειάζεται να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι, εάν το παραπέρα βαρύτερο  αποτέλεσμα δεν οφείλεται σε αμέλεια, αλλά σε δόλο του δράστη, τότε, στην περίπτωση που επήλθε ο θάνατος του θύματος δεν έχει εφαρμογή το αρ. 311, εδ. β ΠΚ, αλλά η διάταξη του αρ. 299 ΠΚ – ανθρωποκτονία από πρόθεση.

10.           Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα του εγκλήματος

Εφόσον επέλθει η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ.310 § 3 ΠΚ) και στη συνέχεια ο θάνατος του παθόντος, ως παραπέρα αιτιωδώς προκαλούμενο και βαρύτερο αποτέλεσμα που οφείλεται σε αμέλεια του δράστη, τότε, στην προκειμένη περίπτωση, το έγκλημα είναι τετελεσμένο (ο θάνατος εμφανίζεται ως συνέπεια της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης).

Δε νοείται απόπειρα στο έγκλημα αυτό, διότι η απόπειρα προϋποθέτει δόλο επέλευσης του αποτελέσματος, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δράστης, σύμφωνα με το αρ. 29 ΠΚ έχει ως προς αυτό αμέλεια.

11.           Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως με βάση τη συναίνεση του παθόντος.

Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, με βάση τη συναίνεση του παθόντος δεν είναι δυνατή. Η διάταξη του αρ. 308 § 2 ΠΚ, ευθέως μεν καλύπτει μόνο την απλή σωματική βλάβη (και τις προνομιούχες της μορφές), αναλογικά δε, δεν μπορεί να επεκταθεί ούτε στην περίπτωση του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ, ούτε στην περίπτωση του αρ. αρ. 311, εδ. β, ΠΚ.

12.        Διαφορές μεταξύ της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ) και της σκοπούμενης βαριάς θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ).

Είναι δεδομένο ότι η θανατηφόρα σωματική βλάβη αποτελεί και στις δύο περιπτώσεις του αρ. 311 ΠΚ έγκλημα εκ του αποτελέσματος (αρ. 29 ΠΚ), με κοινό παραπέρα αποτέλεσμα το θάνατο. Η διαφορά εντοπίζεται στο βασικό έγκλημα δόλου.

Στην περίπτωση του αρ. 311, εδ. α, ΠΚ βασικό έγκλημα δόλου είναι κάθε σωματική βλάβη (απλή – απρόκλητη – επικίνδυνη – βαριά – αρ. 310 § 1 ΠΚ), ενώ στην περίπτωση του αρ. 311, εδ. β, ΠΚ, βασικό έγκλημα δόλου είναι μόνο η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη του αρ. 310 § 3 ΠΚ.

13.   Σχέση του αρ. 311, εδ. β, ΠΚ με το αρ. 310 § 3 ΠΚ και το αρ. 302 ΠΚ

Το εκ του αποτελέσματος έγκλημα του αρ. 311, εδ. β, ΠΚ, συρρέει φαινομενικά και όχι αληθινά με τα επιμέρους δύο εγκλήματα που το αποτελούν. Η βαριά δηλαδή σωματική βλάβη που τελείται με άμεσο δόλο α’ βαθμού (αρ. 310 § 3 ΠΚ) και η ανθρωποκτονία που οφείλεται σε αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ), απορροφούνται από το σύνθετο έγκλημα που τυποποιείται με τη διάταξη του αρ. 311, εδ. β, ΠΚ. Το δεύτερο αυτό συνθετικό του εγκλήματος που είναι ο θάνατος, είναι ως βαρύτερη συνέπεια τυποποιημένη σε αυτοτελές έγκλημα αμέλειας στο ποινικό μας δίκαιο στο αρ. 302 ΠΚ – ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Είναι ενδεχόμενο, το βαρύτερο αποτέλεσμα, ως προς το οποίο ο δράστης είχε άμεσο δόλο α’ βαθμού να μην επήλθε, να επήλθε όμως άλλο ηπιότερο αποτέλεσμα.

Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α επιδίωκε βαριά σωματική βλάβη σε βάρος του Θ, ωστόσο όμως τελικά προκάλεσε σ’ αυτόν απλή σωματική βλάβη, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της τελειωμένης απλής σωματικής βλάβης (αρ. 308 ΠΚ) που βρίσκεται σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή (αρ. 94 § 2 ΠΚ) με την απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης. Ενόψει όμως του ότι η προσβαλλόμενη μονάδα εννόμου αγαθού είναι μία, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 310 § 3 ΠΚ) απορροφά λόγω του μεγαλύτερου ύψους ποινής την τελειωμένη απλή σωματική βλάβη, έστω και αν η τελευταία έχει το χαρακτήρα της επικίνδυνης ή της απρόκλητης ή της επικίνδυνης και απρόκλητης μαζί.

14.           Σχέση του αρ. 311 ΠΚ με το αρ. 309 ΠΚ

Στο αρ. 311 ΠΚ – θανατηφόρα σωματική βλάβη, λαμβάνονται υπόψη το επελθόν αποτέλεσμα (θάνατος) και όχι ο τρόπος τελέσεως της απλής σωματικής βλάβης, όπως στο αρ. 309 ΠΚ – επικίνδυνη σωματική βλάβη. Ο επικίνδυνος για τη ζωή τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της σωματικής βλάβης έχει ληφθεί, ως λόγος αύξησης του αξιοποίνου, υπόψη του αρ. 309 ΠΚ.

Έτσι, δεν απαιτείται εδώ η σωματική βλάβη να ετελέσθει με επικίνδυνο τρόπο. Επίσης, στην προκειμένη περίπτωση δεν αρκεί μόνη τυχόν επικινδυνότητα για τη ζωή  του τρόπου της επελεύσεως  της σωματικής βλάβης, εάν δεν επέλθει ο θάνατος από τη σωματική βλάβη. Εάν επέλθει σωματική βλάβη από τη συμπεριφορά του δράστη και από την τελευταία (σωματική βλάβη) επέλθει άμεσα ο θάνατος, είναι αδιάφορος ο τρόπος της επελεύσεως της σωματικής βλάβης.

Έτσι, στο σημείο αυτό μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι θανατηφόρα σωματική βλάβη (αρ. 311, εδ. α, ΠΚ) = βασικό έγκλημα δόλου σωματικής βλάβης (απλής, απρόκλητης, επικίνδυνης ή βαριάς σωματικής βλάβης – αρ. 310 § 1 ΠΚ) + επελθόν αποτέλεσμα (θάνατος) του παθόντος που προήλθε από αμέλεια του υπαιτίου – έγκλημα εκ του αποτελέσματος – αρ. 29 ΠΚ.

Ομοίως, σκοπούμενη βαριά θανατηφόρα σωματική βλάβη (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ) = βασικό έγκλημα δόλου που είναι μόνο η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (αρ. 310 § 3 ΠΚ) + επελθόν αποτέλεσμα (θάνατος) του παθόντος που επήλθε από αμέλεια του υπαιτίου – έγκλημα εκ του αποτελέσματος – αρ. 29 ΠΚ.

15.           Σχέση του αρ. 311 ΠΚ – θανατηφόρα σωματική βλάβη με τις διατάξεις των αρ. 45 – 49 ΠΚ περί συμμετοχής.

Συμμετοχή, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, δεν είναι νοητή στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα. Αν δύο ή περισσότεροι δράστες πραγματώσουν από κοινού όλα τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής, θα είναι συναυτουργοί στο βασικό έγκλημα, αλλά παραυτουργοί στο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο.

Αν ο θάνατος οφείλεται σε αμέλεια ενός μόνο συναυτουργού, τότε αυτός τιμωρείται ως αυτουργός της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και ο άλλος ως συναυτουργός μόνο του βασικού εγκλήματος.

Σε ότι αφορά τις άλλες μορφές συμμετοχής, ηθική αυτουργία αρ. 46 § 1α ΠΚ, άμεση συνέργεια – αρ. 46 § 1β ΠΚ, απλή συνέργεια – αρ. 47 § 1 ΠΚ, θα πρέπει να γίνει η εξής διάκριση:

  •  αν ο συμμέτοχος καλύπτει με δόλο το αποτέλεσμα του θανάτου, τότε ευθύνεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός (άμεσος ή απλός) σε ανθρωποκτονία με δόλο (αρ. 299 § 1 ΠΚ),
  • αν ο συμμέτοχος έχει τον απαιτούμενο διπλό δόλο συμμετοχής για το βασικό έγκλημα και αμέλεια για το θάνατο, θα τιμωρηθεί κανονικά ανάλογα με το είδος της συμμετοχής του, ως συμμέτοχος στο εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα του αρ. 311 ΠΚ,
  • αν ο συμμέτοχος έχει το δόλο συμμετοχής για το βασικό έγκλημα αλλά του λείπει η αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί συμμέτοχος του αρ. 311 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτονόητο ότι θα τιμωρηθεί μόνο για συμμετοχή του στο βασικό έγκλημα.

16.           Ποινική κύρωση του εγκλήματος

Η προβλεπόμενη ποινή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη (πλαίσιο ποινής από 5 μέχρι 20 χρόνια – αρ. 52 ΠΚ).

Η τέλεση θανατηφόρου σωματικής βλάβης σε βάρος αστυνομικού, λιμενικού, πυροσβεστικού και υγειονομικού υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του συνιστά σύμφωνα με το άρθρο 315Α ΠΚ ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση, που εκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής (αρ. 79 ΠΚ). Η μορφή της σωματικής βλάβης που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτεί το βασικό εκ δόλου έγκλημα λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, καθώς επίσης το απρόκλητο της τέλεσης αυτής. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις μπορούν να θεωρηθούν ο βρασμός ψυχικής ορμής, η δικαιολογημένη αγανάκτηση του δράστη.

(Ισχύει και για την περίπτωση του αρ. 311 εδ. α’ ΠΚ).

17.    Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ) του εγκλήματος της σκοπούμενης βαριάς θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311, εδ. β, ΠΚ)

Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.

18.    Επέλευση του θανάτου μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης

Ιδιαίτερες δυσχέρειες ανακύπτουν στην περίπτωση που ο θάνατος επέρχεται μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης για το βασικό εκ δόλου έγκλημα της σωματικής βλάβης. Αν ο θάνατος επέλθει πριν αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση (αρ. 323 ΚΠΔ). Αν όμως ο θάνατος επέλθει μετά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, απαιτείται η προσθήκη νέου πραγματικού υλικού (του αποτελέσματος του θανάτου), οπότε δεν είναι δυνατή η μεταβολή κατηγορίας ούτε στον α’ βαθμό δικαιοδοσίας. Θα πρέπει το δικαστήριο, στο οποίο ανακοινώνονται τα νεότερα πραγματικά περιστατικά του θανάτου του θύματος, να διαβιβάσει τα πρακτικά της δίκης στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών (αρ. 38 ΠΚ) και ταυτόχρονα να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης για το εκ δόλου βασικό έγκλημα κατά το αρ. 59 ΚΠΔ, προκειμένου μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης για την θανατηφόρο σωματική βλάβη να κλείσει και η υπόθεση για το εκ δόλου βασικό έγκλημα με την κήρυξη ως απαράδεκτης της σχετικής ποινικής δίωξης λόγω δεδικασμένου (αρ. 57 § 3 ΚΠΔ).

19.    Δικονομικά ζητήματα

Αρμόδιο καθ’ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της θανατηφόρου σωματικής βλάβης είναι το μικτό ορκωτό (αρ. 209 και 111 ΚΠΔ). Παράσταση πολιτικής αγωγής είναι δυνατή λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Ειδικότερα το αρ. 932 εδ. γ’ ΑΚ ορίζει ότι σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου μπορεί να επιδικαστεί ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος. Σε περίπτωση που ο δράστης της θανατηφόρου σωματικής βλάβης του αρ. 311 εδ. α’ ΠΚ είναι ανήλικος η διάρκεια του περιορισμού του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων έχει ελάχιστο όριο έξι μήνες και μέγιστο δέκα έτη (αρ. 54 εδ. β’ ΠΚ), η πράξη έχει τον χαρακτήρα πλημμελήματος (αρ. 18 εδ. β’ ΠΚ) και αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων (αρ. 113 παρ. 1 Α ΚΠΔ). Αν ο ανήλικος τελέσει θανατηφόρο σκοπούμενη σωματική βλάβη (αρ. 311 εδ. β’ ΠΚ), η διάρκεια του περιορισμού του σε σωφρονιστικό κατάστημα έχει ελάχιστο όριο πέντε έτη και μέγιστο είκοσι έτη (αρ. 54 εδ. α’ ΠΚ), η πράξη φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος (αρ.18 εδ. β’ ΠΚ) και αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων (αρ. 113 παρ. 1 Β ΚΠΔ).

Δυνατή η μεταβολή της κατηγορίας από σκοπούμενη θανατηφόρο σωματική βλάβη (αρ. 311 εδ. β’ ΠΚ) σε θανατηφόρο μη σκοπούμενη σωματική βλάβη (αρ. 311 εδ. α’ ΠΚ) καθώς και το αντίστροφο. Δυνατή η μεταβολή της κατηγορίας από σκοπούμενη σωματική βλάβη σε επικίνδυνη, καθώς και από θανατηφόρο μη σκοπούμενη σωματική βλάβη σε επικίνδυνη. Είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία με πρόθεση σε θανατηφόρο σωματική βλάβη σκοπούμενη σωματική βλάβη.

Επιτρεπτή έχει κριθεί και η μεταβολή από θανατηφόρο σωματική βλάβη σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, διότι η διαφοροποίηση έγκειται στον βουλητικό σύνδεσμο του δράστη με το επελθόν αποτέλεσμα της πράξης του, που δεν αλλάζει την κατηγορία ως προς την πραγματική βάση της.

  Πληροφορίες – Επικοινωνία:

 Δερμενούδης Νικόλαος

 Δικηγόρος – Ποινικολόγος – Εγκληματολόγος

 Τηλ. 25410 77560 – Fax: 25410 67205 – κιν.: 6979847227

 e-mail:xartikaipontiki@gmail.com

Δείτε επίσης

Τιμή και δόξα στην Ελληνική Αστυνομία

Του δρος Κωνσταντίνου Δούβλη Για τους αναγνώστες μου, δεν είναι μυστικό ότι αγαπώ την έννομη …