Μετά από παράκληση πολλών συναδέλφων που εκτελούν χρέη Αξιωματικού Υπηρεσίας σε Αστυνομικά Τμήματα, η Συνδικαλιστική Κίνηση Αστυνομικών Υπαλλήλων [Σ.Κ.Α.Υ.] Θεσσαλονίκης, σας παραθέτει μερικά βασικά στοιχεία που θα σας βοηθήσουν στη κατανόηση του εν λόγου άρθρου:
Άρθρο 358 του Π.Κ.:«Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο Νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί αν δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.»
1.Η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή είναι πλημμέλημα, η ποινική δίωξη ασκείται πάντοτε αυτεπαγγέλτως και είναι έγκλημα διαρκές. Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος τούτου, είναι το χρονικό διάστημα από τότε που παραλείφθηκε η οφειλόμενη διατροφή μέχρι τότε που καταβλήθηκε, οπότε παύει η πραγμάτωση του εγκλήματος.
2.Απαιτείται δόλος του δράστη, ενδεχόμενος δόλος αρκεί.
3.Απόπειρα δεν είναι δυνατή, καθόσον πρόκειται για έγκλημα γνήσιας παράλειψης.
Απόσπασματα από το βιβλίο του Παναγιώτου Δ. Ραφτόπουλου «Ποινικό Δίκαιο»
Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ-ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ Σ.Κ.Α.Υ.
Σχετ. Αρθρογραφία:
Το φαινόμενο της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης μεταξύ των συζύγων έχει πάψει πλέον να αποτελεί εξαίρεση στα πλαίσια των οικογενειακών σχέσεων. Μια από τις βασικότερες συνέπειες της λύσης του γάμου είναι η, καταρχήν, υποχρέωση του ευπορότερου μέλους της οικογένειας να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του ή των οικονομικά ασθενέστερων, με την καταβολή μηνιαίως ορισμένου ποσού ως διατροφή. Στην περίπτωση μάλιστα όπου έχουν αποκτηθεί από το γάμο και τέκνα, το δικαίωμα αυτό ανήκει κατά κανόνα στην (πρώην) σύζυγο, ατομικά και ως έχουσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, ο δε (πρώην) σύζυγος αναλαμβάνει την υποχρέωση αυτή είτε αυτοβούλως, με ιδιωτικό συμφωνητικό, ή αναγκαστικά, με δικαστική απόφαση.Ωστόσο, εξίσου συχνό είναι και το φαινόμενο ο υπόχρεος για την καταβολή της διατροφής να μην ανταποκρίνεται προσηκόντως στην προκείμενη υποχρέωσή του, καταβάλλοντας μέρος μόνο της οφειλόμενης διατροφής ή αποφεύγοντας οιαδήποτε καταβολή, εμφορούμενος από τάσεις κακοβουλίας λόγω της μεγάλης έντασης που εμφιλοχωρεί στις περιπτώσεις αυτές. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ο νομοθέτης έχει επιλέξει να ποινικοποιήσει τη συμπεριφορά αυτή, καθώς ενδέχεται να θέσει τους δικαιούχους της διατροφής σε κίνδυνο έλλειψης των υλικών μέσων για την ικανοποίηση των βιοτικών τους αναγκών.Σύμφωνα με το άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα «όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί τη βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους».
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβίασης της υποχρέωσης προς διατροφή, απαιτείται καταρχήν δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου να καταβάλει τη διατροφή που οφείλει από το νόμο και έχει αναγνωριστεί σε βάρος του, έστω και προσωρινώς, με δικαστική απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι δεν προκύπτει τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος από μόνη την ανάληψη της υποχρέωσης διατροφής με ιδιωτικό συμφωνητικό.
Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος θα πρέπει να ζητήσει με ασφαλιστικά μέτρα τον καθορισμό προσωρινής διατροφής και ακολούθως με αγωγή τον καθορισμό οριστικής διατροφής. Η πρακτική σημασία του ιδιωτικού συμφωνητικού έγκειται στο γεγονός, ότι οι όροι του θα αποτελέσουν τον «οδηγό» για το δικαστήριο προκείμενου αυτό να καθορίσει το ύψος της διατροφής που θα επιδικαστεί, η δε επαπειλούμενη ποινή καθίσταται εκ των πραγμάτων ένας αρκετά αποτελεσματικός μοχλός πίεσης για τον υπόχρεο προς καταβολή, ιδίως αν οι δικαιούχοι της διατροφής είναι περισσότεροι του ενός, οπότε το έγκλημα θα κριθεί ότι τελείται κατά συρροή.
Σε δεύτερο επίπεδο ο νόμος εξετάζει την ψυχική στάση του δράστη απέναντι στην πράξη του. Έτσι, απαιτείται η συνδρομή δόλου, που περιλαμβάνει τη γνώση εκ μέρους του υπόχρεου της συγκεκριμένης υποχρέωσής του και την ενδιάθετη βούλησή του (ή και την αποδοχή του) να μην την εκπληρώσει από κακοβουλία και παρότι έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του δικαιουμένου προσώπου.
Το στοιχείο της κακοβουλίας αποτελεί πρόσθετο όρο της συμπεριφοράς του δράστη, που χαρακτηρίζει εντονότερα την αντικοινωνική του συμπεριφορά και προσωπικότητά και αποδίδει μεγαλύτερη ηθική απαξία στην πράξη του. Κοινώς δηλαδή, ο νόμος δεν αποδοκιμάζει τον υπόχρεο που δεν καταβάλλει επειδή δε δύναται, αλλά αυτόν ο οποίος ηθελημένα και από κακεντρέχεια, ή και από λόγους αντεκδίκησης, δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή του. Για το λόγο αυτό και η καταδικαστική απόφαση απαιτείται να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται, ότι ο υπόχρεος είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τη διατροφή.Τελευταία προϋπόθεση για την τέλεση του εγκλήματος της παραβίασης υποχρέωσης για διατροφή, αποτελεί η περιέλευση του δικαιούχου σε στερήσεις ή η αναγκαστική προσφυγή του στη βοήθεια άλλων προσώπων για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Αυτό σημαίνει, ότι ο δικαιούχος θα πρέπει να υφίσταται, ακριβώς λόγω της μη καταβολής του ποσού της διατροφής, στερήσεις που αφορούν όχι μόνο στα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή του, αλλά στην υπό ευρεία έννοια διατροφή του (τροφή, στέγη, μόρφωση, ψυχαγωγία κλπ), όπως αυτή καθορίστηκε με τη δικαστική απόφαση, ή να απέφυγε την υποβολή του στις στερήσεις αυτές για το λόγο ότι έλαβε οικονομική βοήθεια από τρίτα πρόσωπα, ασχέτως του αν πρόκειται για συγγενείς του ή όχι.Ωστόσο, αν η προσωρινή διατροφή που κατέβαλλε ο υπόχρεος αποδειχτεί μεγαλύτερη από τη διατροφή που θα επιδικάσει οριστικά το δικαστήριο, σε περίπτωση που αυτός εξακολουθεί να καταβάλλει με συνέπεια την ελαττωμένη οριστική διατροφή δεν υπέχει ουδεμία ποινική ευθύνη μέχρι να συμψηφιστούν τα δύο ποσά, καθώς ο δικαιούχος λαμβάνοντας ως προσωρινή διατροφή ποσό μεγαλύτερο από αυτό που έκρινε εν τέλει το δικαστήριο αναγκαίο για τη συντήρησή του δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιέρχεται σε βιοτικές στερήσεις.
Τέλος, η αναγνώριση της υποχρέωσης προς διατροφή για χρονικό διάστημα προγενέστερο της έκδοσης της απόφασης και της γνωστοποίησής της στον υπόχρεο, είναι σαφές ότι δεν συνεπάγεται καμία ποινική κύρωση, διότι αλλιώς, θα καθιδρύετο αναδρομικώς ποινική ευθύνη, γεγονός που αντίκειται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα.